Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βάβα η [váva] Ο25α & βάβω η [vávo] Ο37α : (λογοτ., λαϊκότρ.) γιαγιά.
[μσν. *βάβα, βαβά < σλαβ. baba· μσν. *βάβω (πρβ. μσν. μπάμπω) < σλαβ. babo, κλητ. της λ. baba]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαβά το [vavá] Ο (άκλ.) : (παιδ.) πληγή, τραύμα, χτύπημα: Ο Γιωργάκης έχει ~ στο γόνατο. (έκφρ.) κάνω ~, χτυπώ. || πόνος.
[λ. νηπιακή]
[Λεξικό Κριαρά]
- βαβά η.
-
- Τροφός, παραμάννα:
- δουλεύω τα παιδία σου παρά βαβάν καλλίστην (Προδρ. I 91).
[λ. νηπ. Η λ. στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ.]
- Τροφός, παραμάννα:
[Λεξικό Κριαρά]
- βαβάκιον το,
- βλ. βαμβάκιον.
[Λεξικό Κριαρά]
- βαβάλι το· βαβάλλιν.
-
- 1) Λίκνο, κούνια:
- βρέφος εις το βαβάλι (Απολλών. 420).
- 2) Φέρετρο:
- αμμά ’φόν λύπην δεν έχεις γιον κι άλλην, θέλουν με δειν βουργά μες στο βαβάλλιν (Κυπρ. ερωτ. 558).
[<βαβαλίζω. Η λ. τον 4. αι., σε σχόλ. (DGE, λ. ‑ιον) και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ‑ιν)]
- 1) Λίκνο, κούνια:
[Λεξικό Κριαρά]
- βαβαλίζω.
-
- Νανουρίζω·
- ?χτυπώ ανακατώνοντας κ. (εδώ πιθ. για τρόπο μαγειρέματος):
- το περέχυμαν, μαζός βαβαλισμένος (Προδρ. ΙV 173).
- ?χτυπώ ανακατώνοντας κ. (εδώ πιθ. για τρόπο μαγειρέματος):
[<μτγν. βαυβαλίζω. Η λ. τον 5. αι. και σήμ. ιδιωμ.]
- Νανουρίζω·
[Λεξικό Κριαρά]
- βαβάλιν το,
- βλ. βαβούλι.
[Λεξικό Κριαρά]
- βαβάλλιν το,
- βλ. βαβάλι.