Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βίσονας ο [vísonas] Ο5 : είδος μεγάλου βοοειδούς: Aμερικανικός ~. Ευρωπαϊκός ~, βόνασος.
[λόγ. < ελνστ. βίσων, αιτ. -ωνα < λατ. bison (ορθογρ. απλοπ.)]