Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βίσονας
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βίσονας ο [vísonas] Ο5 : είδος μεγάλου βοοειδούς: Aμερικανικός ~. Ευρωπαϊκός ~, βόνασος.

[λόγ. < ελνστ. βίσων, αιτ. -ωνα < λατ. bison (ορθογρ. απλοπ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες