Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βίντσι το [víntsi] Ο44 & βιντς το [vínts] Ο (άκλ.) : ανυψωτικό μηχάνημα· γερανός. (έκφρ.) ούτε με ~ δε σηκώνεται: α. είναι πολύ βαρύς. β. για άνθρωπο τεμπέλη, οκνηρό.
[αγγλ. winch -ι· λόγ. < αγγλ. winch]