Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βίκος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βίκος ο [víkos] Ο18 : ψυχανθές φυτό που χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή.

[ελνστ. *βίκος (πρβ. ελνστ. υποκορ. βικίον, διαφ. το αρχ. βῖκος `κιούπι΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες