Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βιζάκα η.
-
- Πέτρα, βότσαλο:
- τον πύργον … εγεμώσαν το χώμαν και βιζάκες (Μαχ. 40418).
[<ουσ. βιζάκι(ο)ν, σημιτ. προέλ. (4. αι., Lampe, λ. ‑ιον, DGE, λ. ‑ιον· βλ. και L‑S Suppl., λ. ‑ιον, LBG, λ. ‑ιν, Χατζ., Λεξ., λ. βυζάτζιν) + κατάλ. ‑α. Η λ. και σήμ. κυπρ. (Χατζ., ό.π., γρ. βυζάκα)]
- Πέτρα, βότσαλο: