Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βίζα η [víza] Ο25 : θεώρηση ή επικύρωση, από τις αρμόδιες αρχές, διαβατηρίων, πιστοποιητικών και ναυτιλιακών εγγράφων, που χρησιμοποιείται ως άδεια εισόδου και εξόδου μεταξύ χωρών: Για να ταξιδέψεις σε ορισμένες χώρες του εξωτερικού χρειάζεται να έχεις ~ στο διαβατήριο.
[αγγλ. visa < γαλλ. visa (στη νέα σημ.) < λατ. visa `πράγματα ιδωμένα΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βιζαβί [vizaví] επίρρ. τοπ. : απέναντι, αντίκρυ.
[λόγ. < γαλλ. vis-à-vi]
[Λεξικό Κριαρά]
- βιζάκα η.
-
- Πέτρα, βότσαλο:
- τον πύργον … εγεμώσαν το χώμαν και βιζάκες (Μαχ. 40418).
[<ουσ. βιζάκι(ο)ν, σημιτ. προέλ. (4. αι., Lampe, λ. ‑ιον, DGE, λ. ‑ιον· βλ. και L‑S Suppl., λ. ‑ιον, LBG, λ. ‑ιν, Χατζ., Λεξ., λ. βυζάτζιν) + κατάλ. ‑α. Η λ. και σήμ. κυπρ. (Χατζ., ό.π., γρ. βυζάκα)]
- Πέτρα, βότσαλο: