Παράλληλη αναζήτηση
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βίβα [víva] επιφ. : (προφ.) ζήτω: ~ Zαπάτα. ~ ΠAΟK.
[ιταλ. viva]
[Λεξικό Κριαρά]
- βίβα, επιφ.
-
- Ζήτω:
- ο λαός «βίβα τ’ Αρμάκιου» κράζει (Ζήν. Β´ 274).
[<ιταλ. viva. Η λ. και σήμ.]
- Ζήτω:
[Λεξικό Κριαρά]
- βιβάζω.
-
- (Μέσ.) περνώ μέσα:
- εν τάχει τας κλίμακας θέντες εντός εβιβάσθησαν (Δούκ. 3713).
[αρχ. βιβάζω]
- (Μέσ.) περνώ μέσα:
[Λεξικό Κριαρά]
- βιβάρι(ο)ν το· διβάρι.
-
- α) Χώρος όπου διατηρούνται ζώα·
- (ειδικ.) προκ. για λιμνούλα ή δεξαμενή με ψάρια, ενυδρείο:
- εποίησεν βιβάρια πανθαύμαστα ιχθύων (Διγ. Esc. 1638)·
- (ειδικ.) προκ. για λιμνούλα ή δεξαμενή με ψάρια, ενυδρείο:
- β) ιχθυοτροφείο:
- (Notizb. 23)·
- τα διβάρια του Βασιλαδιού (Σουμμ., Ρεμπελ. 188).
- Η λ. στον πληθ. ως τοπων.:
- (Πορτολ. Α 20316, 2991).
[<λατ. vivarium. Ο τ., τ. ‑ι, κ.ά. σήμ. ιδιωμ. Η λ. (‑ιον) τον 6. αι. (Soph.· βλ. και LBG) και στο Meursius]
- α) Χώρος όπου διατηρούνται ζώα·
[Λεξικό Κριαρά]
- βιβαρόπουλον το.
-
- Δεξαμενή ή λιμνούλα με ψάρια:
- (Μπερτολδίνος 122).
[<ουσ. βιβάρι(ο)ν + κατάλ. ‑πουλον]
- Δεξαμενή ή λιμνούλα με ψάρια:
[Λεξικό Κριαρά]
- βιβάσιον το.
-
- ?Είδος φαρμακευτικού παρασκευάσματος:
- Περί βιβασίου(;) καθαρτικού (Ιατροσ. κώδ. ωπγ´).
[πιθ. <αόρ. του βιβάζω + κατάλ. ‑ιον. Απ. και τ. διβάσιον (LBG, στη λ.)]
- ?Είδος φαρμακευτικού παρασκευάσματος: