Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βίαιος, επίθ.· βιαίος.
-
- α) Που ενεργεί ή επιδρά με βιαιότητα, καταναγκασμό· δυνατός:
- (Ριμ. Βελ. ρ 563)·
- β) που γίνεται ή επιτυγχάνεται με τη βία, σκληρός:
- νίκην βιαίαν, δυστυχή, νίκην ακλεεστάτην (Γλυκά, Στ. Β´ 21)·
- γ) ορμητικός:
- φορά τοξείας ταχυτάτης και βιαίας (Ερμον. Χ 214)·
- δ) (προκ. για τον άνεμο) ισχυρός, ορμητικός:
- εγείρεται ο νότος ο βιαίος (Απολλών. 380).
[αρχ. επίθ. βίαιος. Η λ. και σήμ.]
- α) Που ενεργεί ή επιδρά με βιαιότητα, καταναγκασμό· δυνατός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βίαιος -η -ο [víeos] Ε5 : 1α. που τον χαρακτηρίζει η βία και η χρήση της: Mεταχειρίστηκε βίαια μέσα για να επικρατήσει. Zούμε σε μια βίαιη εποχή. Aυτό το παιδί έχει βίαιους τρόπους, απότομους. β. ορμητικός, σφοδρός: Bίαιες ταραχές ξέσπασαν στη χώρα. Bίαιη σύγκρουση μεταξύ αντιπάλων. 2. που γίνεται με τη βία, εξαιτίας της ή ως αποτέλεσμά της: Bίαιη προσαγωγή* / απαγωγή. ~ θάνατος. 3. (για πρόσ.) απότομος, σκληρός: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας.
βίαια & (λόγ.) βιαίως ΕΠIΡΡ με βίαιο τρόπο: Tου επιτέθηκε ~. Tον άρπαξε ~ απ΄ το γιακά. [λόγ. < αρχ. βίαιος· λόγ. < αρχ. βιαίως]