Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βήχω [víxo] Ρ3α : 1. έχω βήχα: ~ δυνατά / σιγά / ξερά. Είμαι συναχωμένος και ~ συνέχεια. 2. μιμούμαι τον ήχο του βήχα εκούσια: Έβηξε συνθηματικά δύο φορές. Έβηξε αμήχανα και κοκκίνησε ολόκληρος. ΦΡ δεν μπορεί ούτε να βήξει, για κπ. που του έχουν επιβληθεί πολλοί περιορισμοί, απαγορεύσεις.
[μσν. βήχω < αρχ. βήσσω, μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. βηξ- κατά το σχ.: βρεξ- (έβρεξα) - βρέχω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βηχώ [vixó] & -άω Ρ10.2α (συνήθ. στο ενεστ. θ.) : (οικ.) βήχω.
[βήχ(ας) -ώ]
[Λεξικό Κριαρά]
- βήχω.
-
- Βήχω:
- (Συναξ. γυν. 642).
[<αρχ. βήσσω. Η λ. στο LBG, στο Βλάχ. και σήμ.]
- Βήχω: