Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βήχας ο [víxas] Ο3 (χωρίς πληθ.) : απότομη (σπασμωδική) εκπνοή αέρα από τα πνευμόνια, που παράγει ιδιαίτερο ήχο: Δυνατός / ξερός / επίμονος / γαϊδουρινός ~. Πνίγηκε στο βήχα. Σιρόπι / παστίλιες για το βήχα. || ο σχετικός ήχος: Άκουσα ένα δυνατό βήχα. ΦΡ κόβω* το βήχα κάποιου. (γνωμ.) ο έρωτας κι ο ~ δεν κρύβονται.
βηχαλάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. βήχας < αρχ. βήξ, αιτ. βῆχα· βήχ(ας) -αλάκι]
[Λεξικό Κριαρά]
- βήχας ο.
-
- Βήχας:
- (Ασσίζ. 43510).
[<αρχ. ουσ. βήξ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Βήχας: