Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βέτο το [véto] Ο (άκλ.) : 1. το δικαίωμα της αρνησικυρίας: Οι HΠA πρόβαλαν ~ στην απόφαση του ΟHΕ για το Iσραήλ. 2. το δικαίωμα, η εξουσία που έχει ένα μέλος ευρύτερης ομάδας ανθρώπων να αντιτάσσεται και να ματαιώνει τις αποφάσεις των άλλων: Στα ζητήματα του σπιτιού η γυναίκα έχει το ~.
[λόγ. < γαλλ. veto < λατ. veto `απαγορεύω΄, κατά το λατ. τονισμό]