Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βέσπα η [véspa] Ο25 : είδος δίκυκλου οχήματος με κινητήρα και με προστατευτικό κάλυμμα για τους τροχούς και για τα πόδια του αναβάτη: Aγόρασα μια ~ με μηχανή εκατό κυβικών.
βεσπάκι το YΠΟKΟΡ. [ιταλ. vespa `σφήκα΄ (σήμα κατατ.)]