Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βέρος -α -ο [véros] Ε4 : (προφ.) για πρόσωπο γνήσιας, αμιγούς καταγωγής: ~ αριστοκράτης / πρωτευουσιάνος. Είναι βέρα Πατρινή. || ~ δημοτικιστής, ο πούρος.
[ιταλ. vero -ς]