Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βέργα η [vérγa] Ο25 : 1. λεπτό και ίσιο κλαδί δέντρου ή θάμνου, καθαρισμένο από τα φύλλα: ~ αμπελιού. Ένα δεμάτι βέργες. Ο δάσκαλος έπαιρνε τη ~ και μας τάραζε στο ξύλο, τη βίτσα. 2. μακρύ και λεπτό στέλεχος από ξύλο, μέταλλο, πλαστικό: Σιδερένιες βέργες. Kρέμασε τα κουρτινάκια της κουζίνας από λεπτές, μεταλλικές βέργες. || (παρωχ.) ραβδί λεπτό για το γέμισμα και το καθάρισμα των εμπροσθογεμών όπλων.
βεργούλα η YΠΟKΟΡ. [μσν. βέργα < υστλατ. *verga (πρβ. λατ. virga, ιταλ. verga)· βέργ(α) -ούλα]
[Λεξικό Κριαρά]
- βέργα η.
-
- 1) Κλαδί θάμνου, δέντρου:
- πλοκοτάς από βέργας έθηκαν έμπροσθεν της παστίας (Καναν. 83)·
- (προκ. για λεπτό και λυγερό κορμί):
- βέργα χρυσή, χλιμιδωτή φαίνεται η ελικιά σου (Ch. pop. 277)·
- (σε προσφών.):
- Κυρά μου, βέργα της μηλιάς (Ch. pop. 400).
- 2)
- α) Ραβδί:
- (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 429)·
- να δει το βάθος του νερού βέργα κρατεί και βάνει (Ερωτόκρ. Α´ 2128)·
- β) κάγκελο:
- έβγαλεν β´ βέργες σιδερένες από το παραθύριν (Μαχ. 27024).
- α) Ραβδί:
- 3) Σκήπτρο:
- Την βέργαν γαρ και το ραβδί το εκράτει εις το χέριν (Χρον. Μορ. H 7537).
- 4) Δαχτυλίδι:
- (Σαχλ. B´ PM 544).
- 5) (Μεταφ.) ανδρικό αιδοίο:
- παλούκιν ξύλινον το πάχος της βέργας του ενού ανθρώπου (Ασσίζ. 16317).
- 6) Έκφρ. βέργα του βουδίου = βούνευρο:
- (Ασσίζ. 45627).
[<λατ. virga. Η λ. τον 5.(;) αι. (LBG· βλ. και DGE) και σήμ.]
- 1) Κλαδί θάμνου, δέντρου:
[Λεξικό Κριαρά]
- βεργαναλεμένος, μτχ. επίθ.,
- βλ. βεργοαναλεμένος.