Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βέρα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βέρα η [véra] Ο25α : χρυσός συνήθ. κρίκος που αποτελεί το δαχτυλίδι με το οποίο επισημοποιείται ο αρραβώνας ή ο γάμος ενός ζευγαριού: Tο χάσιμο της βέρας θεωρείται γρουσουζιά. Δίνω πίσω τη ~, διαλύω τον αρραβώνα. (έκφρ.) αλλάζω / περνώ βέρες, αρραβωνιάζομαι.

[βεν. vera]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βεραμάν [veramán] Ε (άκλ.) : που το χρώμα του είναι ανοιχτό πράσινο: Έβαψα τους τοίχους του δωματίου μου ~. || (ως ουσ.) το βεραμάν, το βεραμάν χρώμα: Δε μου αρέσει το ~, προτιμώ το σκούρο πράσινο.

[λόγ. < γαλλ. vert amande, με αποβ. του τελ. συμφ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βεράντα η [veránda] Ο25 : πλατύς εξώστης στεγασμένος ή όχι, που στηρίζεται συνήθ. σε κολόνες: Bγήκε στη ~ να πάρει λίγο αέρα. || στο ισόγειο των εξοχικών συνήθ. σπιτιών, μακρύς, στεγασμένος χώρος με κολόνες, που αποτελεί και την είσοδο του σπιτιού. βεραντούλα η YΠΟKΟΡ.

[ιταλ. veranda `πλατύ, στεγασμένο μπαλκόνι΄ < αγγλ. verandah· βεράντ(α) -ούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες