Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βέβηλος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
βέβηλος, επίθ.
  • 1)
    • α) (Προκ. για πρόσωπο) ασεβής, άπιστος:
      • (Διακρούσ. 1098
    • β) μιαρός, ανίερος:
      • την μιαράν και βέβηλον φωνήν του Μεεμέτη (Ιστ. Βλαχ. 2727· Διγ. Gr. 2050).
  • 2) Πονηρός:
    • (Χρον. Μορ. H 1488).
  • 3) Ανέντιμος, ανήθικος:
    • τον έρωτα τον βέβηλον, τον κατά της Σωσάννης (Σωσ. 19).

[αρχ. επίθ. βέβηλος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βέβηλος -η -ο [vévilos] Ε5 : 1. που βεβηλώνει, που παραβιάζει και μιαίνει ιερούς χώρους. || Bέβηλες πράξεις / σκέψεις, με τις οποίες βεβηλώνεται κτ. το οποίο θεωρούμε ιερό, σεβαστό. 2. (ως ουσ.) ο βέβηλος και μτφ. αυτός που παραβιάζει χώρους στους οποίους δεν ανήκει. (απαρχ. έκφρ.) εκάς* οι βέβηλοι.

[λόγ. < αρχ. βέβηλος]

[Λεξικό Κριαρά]
βεβηλοσύνη η.
  • Ασέβεια:
    • (Ιστ. Βλαχ. 2697).

[<επίθ. βέβηλος + κατάλ. σύνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες