Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βέβαιος, επίθ.· βέβιος.
-
- 1) Σταθερός, σίγουρος·
- α) (προκ. για πράγμα):
- (Ιστ. πατρ. 1681)·
- β) (προκ. για πρόσωπο):
- (Σοφιαν., Παιδαγ. 110).
- α) (προκ. για πράγμα):
- 2)
- α) Αναμφισβήτητος, αναμφίβολος:
- (Καναν. 254), (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [871])·
- β) αληθινός, πραγματικός:
- τους θέλει δει … βέβαιοι εκκλησιαστικοί αν είναι και φανούσι (Αχέλ. 2186).
- α) Αναμφισβήτητος, αναμφίβολος:
- 3) Πεπεισμένος, σίγουρος για κ.:
- (Κορων., Μπούας 113).
- Το ουδ. ως ουσ. =
- 1) Αλήθεια:
- (Διγ. Z 498).
- 2) Εγκυρότητα:
- Περί διαθήκης, οπού δεν έχει το βέβαιον (Βακτ. αρχιερ. 146).
- 1) Αλήθεια:
[αρχ. επίθ. βέβαιος. Ο τ. και σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Σταθερός, σίγουρος·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βέβαιος -η -ο [véveos] Ε5 λόγ. θηλ. και βεβαία : 1α. που δεν επιδέχεται αμφιβολία, αμφισβήτηση, που θεωρείται δεδομένος, σίγουρος: Ο διορισμός του στη θέση του διευθυντή είναι ~. ANT αβέβαιος. H συμπαράστασή μου στα προβλήματά σας πρέπει να θεωρείται βέβαιη. β. που θεωρείται σίγουρος, αναπόφευκτος: Σωθήκαμε από βέβαιο θάνατο. Ο τερματοφύλακας έσωσε την εστία του από βέβαιη παραβίαση. 2. (για πρόσ.) που γνωρίζει κτ. καλά, που είναι πεπεισμένος για κτ., σίγουρος: Είμαι απόλυτα ~ για την τιμιότητά της. Δεν είμαι καθόλου βέβαιη για τα συμπεράσματά μου. Nα είστε ~ πως θα κάνω ό,τι μπορώ. || (ως ουσ.) το βέβαιο, αυτό που είναι ασφαλές, σίγουρο: Tο ~ είναι ότι η κατάσταση θα χειροτερέψει.
βέβαια* & βεβαίως* ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. βέβαιος `σταθερός΄ & σημδ. του σίγουρος & του γαλλ. certain]
[Λεξικό Κριαρά]
- βεβαιοσύνη η.
-
- 1) Βεβαιότητα, σιγουριά:
- Το ψεύδος δεν μπορεί ποτέ να ’χει βεβαιοσύνη (Ζήν. Δ´ 236).
- 2) Επικύρωση, διαβεβαίωση:
- διά πλέον βεβαιοσύνην της αληθείας εις όσα εδιηγήθηκα (Σουμμ., Ρεμπελ. 174).
- 3) Πραγματικότητα, αλήθεια:
- ωσάν έμαθαν κάθε βεβαιοσύνην, τον ελευθερώσανε με την δικαιοσύνην (Άλ. Κύπρ. 382).
[μτγν. ουσ. βεβαιωσύνη. Η λ. σήμ. λογοτ. (ΙΛ)]
- 1) Βεβαιότητα, σιγουριά: