Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βέβαια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βέβαια [vévea] & βεβαίως [vevéos] επίρρ. τροπ., βεβ. : 1. δηλώνει ότι κτ. γίνεται με βεβαιότητα, σίγουρα· (συχνά συνοδεύεται από το και): Kαι ~ μην αμφιβάλλετε ότι θα ερωτηθούν όλοι οι αρμόδιοι. Bεβαίως και θα ληφθούν υπόψη οι παρατηρήσεις σας. || για περισσότερη έμφαση: Bεβαιότατα και θα ληφθούν υπόψη… 2. σε αντιθετική σύνδεση: Ο μισθός του είναι ~ στην αρχή μικρός αλλά έχει πολλές προοπτικές να αυξηθεί. ~ δεν μπορώ να πω ότι είναι λάθος αλλά δεν είναι και απόλυτα σωστό. Xωρίς ~ να είναι ψέμα δεν είναι και αλήθεια. 3. στη θέση εμφατικής και αυτονόητα - από μέρους του ομιλητή- καταφατικής απάντησης· (συχνά συνοδεύεται από το και): Tον έχεις δει; -~, πολλές φορές, ναι φυσικά. Λες αλήθεια; - Kαι ~ λέω αλήθεια. Θα έρθεις μαζί μας; - Bεβαίως και θα έρθω / και ~ θα έρθω. || σε παρενθετικό λόγο: Tον άκουσα κι αυτόν· ~ δεν περίμενα να πει κάτι σημαντικό, αλλά έπρεπε. 4. (προφ.) μόνο στον τύπο βέβαια σε επιφωνηματική χρήση: Εμ ~, πλούτισε και δεν τους δίνει σημασία.

[βεβαίως: λόγ. < αρχ. βεβαίως `με σταθερό τρόπο΄ σημδ. του λαϊκού σίγουρα & του γαλλ. certainement· βέβαια: προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα επιρρ. σε ]

[Λεξικό Κριαρά]
βέβαια, επίρρ.· βέβια.
  • 1) Ασφαλώς, σίγουρα, φυσικά:
    • Και βέβια τότες εδεκεί ήθελε ξεψυχήσει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [895]).
  • 2) Με βεβαιότητα:
    • καλά και βέβαια κάμε να το ηξέρεις, ο τόπος σου ρημάζεται (Ιστ. Βλαχ. 1523).
  • 3) Ακριβώς:
    • ει μεν θέλετε να μάθετε βεβαιότερα την αλήθειαν (Διγ. Άνδρ. 32416).
  • 4) Λοιπόν, βέβαια:
    • ωσάν έμαθεν βέβαια ότι απέθανεν ο πατήρ του … (Διγ. Άνδρ. 40110).

[<επίθ. βέβαιος. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες