Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βάφτιση η [váftisi] & (σπάν.) βάπτιση η [váptisi] Ο33 : 1. η τέλεση και η τελετή του μυστηρίου του βαπτίσματος· βαφτίσια: Σας καλούμε στη ~ του παιδιού μας. Δεν πρόλαβα να πάω στη ~. || το τραπέζι, το γλέντι που ακολουθεί τη βάφτιση: Στη ~ του γιου του χορέψαμε πολύ. 2. η απεικόνιση της βάφτισης του Xριστού: Πολλοί διάσημοι καλλιτέχνες ζωγράφισαν τη Bάπτιση.
[ελνστ. βάπτι(σις) (στη σημερ. σημ.) -ση με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft], αρχ. σημ.: `βύθισμα σε υγρό΄· λόγ. επίδρ. στο βάφτιση]