Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βάτραχος ο [vátraxos] Ο20α θηλ. βατραχίνα [vatra
ína] Ο26 : μικρό τετράποδο αμφίβιο χωρίς ουρά, που ζει στις λίμνες, στους ποταμούς και στους βάλτους, έχει λείο πρασινωπό δέρμα, γουρλωτά μάτια και μετακινείται με μεγάλα πηδήματα· βατράχι: Ο ~ κοάζει. [αρχ. βάτραχος· βάτραχ(ος) -ίνα]
[Λεξικό Κριαρά]
- βάτραχος ο· βάθρακας· βαθρακός· βαθραχός· βατρακός· βατραχός· βοθρακός· βορθακάς· μποθρακός.
-
- 1) Βάτραχος:
- (Αιτωλ., Μύθ. 841).
- 2) Το ψάρι λοφίας ο αλιεύς, κοιν. πεσκαντρίτσα ή βατραχόψαρο:
- εκείνοι τρώγουν βατραχούς, ψησσία, φιλομήλας (Προδρ. IV 248-2 χφφ PK κριτ. υπ).
[αρχ. ουσ. βάτραχος. Διάφ. τ. στο Meursius, λ. βορδακάς και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- 1) Βάτραχος: