Παράλληλη αναζήτηση
13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βάστα το.
-
- Υπομονή:
- ο Θεός να μας δώκει βάστα (Εβρ. ελεγ. 164).
[προστ. του βαστώ ως ουσ. Η λ. στο ΙΛ (θηλ.)]
- Υπομονή:
- βασταγάρης ο.
-
- Αχθοφόρος, βαστάζος:
- (Ασσίζ. 4918).
[<ουσ. βασταγάριος (4. αι., DGE). Τ. ‑άρ’ς σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Meursius· βλ. και LBG (λ. ‑ιος)]
- Αχθοφόρος, βαστάζος:
- βασταγαρόπουλο το.
-
- Νεαρός αχθοφόρος:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 29625).
[<ουσ. βασταγάρης + κατάλ. ‑πουλο. Η λ. στο Βλάχ.]
- Νεαρός αχθοφόρος:
- βαστάγιν το· βαστάγι.
-
- 1) Σχοινί από όπου κρέμεται η καντήλα:
- (Χρησμ. (Βέης) 132).
- 2) Αλυσίδα από την οποία κρέμεται το κλειδί:
- (Ερωτόκρ. Α´ 1419).
[<ουσ. βαστάγιον (10. αι., Meursius, LBG) <ουσ. βασταγή (6. αι., L‑S) + κατάλ. ‑ιον. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. το 12. αι. (LBG, λ. ‑ιον)]
- 1) Σχοινί από όπου κρέμεται η καντήλα:
- βάσταγμα το· βάσταμα· βάσταμαν.
-
- 1) Σχοινί, σπάγγος από όπου κρέμεται η καντήλα:
- (Χρησμ. VIII 5).
- 2) Αντίσταση:
- (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 86).
- 3) Στήριγμα, παρηγοριά:
- Εσύ, ακριβόν μας βάσταμα, θέλεις γενεί κυρά μου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1497]).
- 4) Προθεσμία:
- να της δώσουν … βάσταμαν … έναν χρόνον (Ασσίζ. 9521).
[αρχ. ουσ. βάσταγμα. Η λ. και ο τ. βάσταμα και σήμ.]
- 1) Σχοινί, σπάγγος από όπου κρέμεται η καντήλα:
- βαστάζος ο [vastázos] Ο18 : (παρωχ., λαϊκότρ.) αχθοφόρος, χαμάλης.
[αρχ. βαστάζ(ων), μεε. του ρ. βαστάζω, μεταπλ. -ος (σύγκρ. γέρων > γέρος)]
- βαστάζω· μτχ. παρκ. βασταγμένος· βασταμένος.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- 1)
- α) Κρατώ κ. ή κάπ. (με το χέρι):
- (Λόγ. παρηγ. L 234), (Ιστ. πατρ. 17518)·
- β) φρ. βαστάζω άρματα (εις πόλεμον με κάπ., προς κάπ.) = εξεγείρομαι (εναντίον κάπ.), επαναστατώ:
- (Χρον. Μορ. H 3337, 3411)·
- γ) μεταφέρω κρατώντας στα χέρια:
- τούτη απεθαίνει βέβαια …, πιάστε να τη βαστάξομε ομάδι την καημένην (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [864])·
- δ) μεταφέρω:
- (Λίβ. Sc. 1685), (Περί ξεν. 392).
- α) Κρατώ κ. ή κάπ. (με το χέρι):
- 2) (Προκ. για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ:
- (Θυσ. 375).
- 3) Φορώ:
- εις το κεφάλιν του εβάσταζε στεφάνιν (Λίβ. Esc. 298).
- 4) (Προκ. για ψυχή, κάλλη, κλπ.) έχω, διαθέτω:
- (Λίβ. Sc. 710), (Διγ. Esc. 734).
- 5) Φρ. βαστάζω καρπόν = (προκ. για ιστορικό γεγονός) έχω σημασία, είμαι σημαντικός:
- (Χρον. Μορ. P 6263).
- 6) Επιφυλάσσω:
- πάντως εβάσταξες εμέν ευλογιά (Πεντ. Γέν. XXVII 36).
- 7) (Μεταφ.) αισθάνομαι:
- καταλλακτά βαστάζομεν τον πόθο (Φαλιέρ., Ιστ. 609).
- 8) Κατέχω:
- τι πέραμαν εβάσταξεν … ο … βασιλεύς (Παρασπ., Βάρν. C 158).
- 9) Τηρώ:
- τους όρκους εβαστάξαν (Χρον. Μορ. H 58)·
- ουδέν ηθέλησεν να βαστάξει δίκαιον (Ασσίζ. 2268).
- 10) Υποστηρίζω κάπ. ηθικά·
- (εδώ προκ. για το Θεό):
- (Στ. βοεβ. 53).
- (εδώ προκ. για το Θεό):
- 11)
- α) Υπομένω, υποφέρω:
- ου δύναται πλέον βαστάξαι την … στέρησιν την ανδρικήν (Ελλην. νόμ. 53013)·
- β) ανέχομαι κ.:
- πολλά κακά εποίκασιν και ο Θεός δεν τα βάσταξεν (Μαχ. 67232).
- α) Υπομένω, υποφέρω:
- 12) Περιμένω κάπ.:
- Βαστάξετέ με, φίλοι μου, μόνον και τρεις ημέρες (Αχιλλ. O 218).
- 13) Φρ. βαστάζω τον λόγον κάπ. = μιλώ εκ μέρους κάπ.:
- (Χρον. Μορ. P 976).
- 14) Συντηρώ:
- Να μου βαστάζεις τη ζωή (Ριμ. Απολλων. [1779]).
- 1)
- Β´ Αμτβ.
- 1)
- α) Αντέχω:
- Γλήγορα απεθάνασι, ποσώς δεν εβαστάξαν (Αλεξ. 1601)·
- β) έχω ηθική αντοχή:
- βάσταζε, πολύπονε καρδιά (Φλώρ. 543).
- α) Αντέχω:
- 2) Διαρκώ:
- έξε μήνες εβάσταξε … η μάχη (Κορων., Μπούας 88)·
- δεν εβάσταξεν η βρόμα πολύ (Διήγ. εκρ. Θήρ. 1112).
- 3) Περιμένω:
- λοιπόν καμπόσο βάσταξε τ’ άρματα να φορέσω (Θησ. Ε´ [604]).
- 4) Δέχομαι, συγκατανεύω:
- εβάσταξεν και έδωκεν απέ τα δικαιώματά της (Ασσίζ. 3852).
- 1)
- Α´ Μτβ.
- II. Μέσ.
- 1) Συγκρατούμαι, στηρίζομαι:
- ουδέ στο πονεμένον πλευρόν μπορώ να βασταχθώ (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1496]).
- 2) Είμαι εγκρατής:
- ποίος καλόγερος ή ποίος ερημίτης ήθελεν είσται εκείνος οπού να εβαστάχθη τόσον; (Άνθ. χαρ. 2979).
- 3) Αντέχω (ψυχικά):
- (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 709).
- 1) Συγκρατούμαι, στηρίζομαι:
[αρχ. βαστάζω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
- βασταίνω· βαστάννω· βαστάνω.
-
- Α´ Μτβ.
- 1)
- α) Κρατώ κ. (με το χέρι):
- κοντάρια εβάσταιναν (Χρον. Μορ. H 1042)·
- β) φρ. βασταίνω το σκήπτρο, η χέρα (μου) βασταίνει το σπαθί = εξουσιάζω, κυβερνώ:
- (Ζήν. Γ´ 369, 22)·
- γ) μεταφέρω κρατώντας στα χέρια:
- Στη βρύσην … πάμε βασταίνοντάς την (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [873])·
- δ) μεταφέρω:
- εκ τον δούκαν εβάσταινεν … πιττάκια στον μισέρ Τζεφρέ (Χρον. Μορ. P 2219).
- α) Κρατώ κ. (με το χέρι):
- 2) (Προκ. για πλοίο) μεταφέρω, κουβαλώ:
- εξήντα κάτεργα ήλθασιν … οπού εβασταίναν τον λαόν (Χρον. Μορ. H 6839).
- 3) (Προκ. για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ:
- (Ελλην. νόμ. 58226).
- 4) Φορώ:
- σου τάσσω απάνω στο χρουσό στέμμαν οπού βασταίνω (Φορτουν. Ιντ. β´ 170).
- 5) (Προκ. για μυαλό, γνώση, κλπ.) έχω, διαθέτω:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [1281], Δ´ [1047], Χορ. γ´ [17]).
- 6) (Μεταφ.) αισθάνομαι:
- καρδιακή αγάπη σου βασταίνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [1174]).
- 7) Διατηρώ:
- Πάντα η αγάπη εις τον ανθόν το ’πωρικό βασταίνει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [882]).
- 8)
- α) Υπομένω, αντέχω:
- βασταίνει σε η καρδιά … να τον χαλάσεις; (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [903])·
- οι πτωχοί οι Κυπριώτες, οπού βαστάννουν πολλά (Μαχ. 54011)·
- β) ανέχομαι:
- Χριστέ, πώς το βασταίνεις ν’ ακούεις γλώσσαν βάρβαρον! (Διακρούσ. 9918).
- α) Υπομένω, αντέχω:
- 1)
- Β´ Αμτβ.
- 1) Υπομένω, αντέχω:
- (Αλφ. ξεν. Αθ. 74).
- 2) Διαρκώ:
- (Άνθ. χαρ. 3016).
- 1) Υπομένω, αντέχω:
[<βαστώ με επίδρ. ρ. σε ‑αίνω. Ο τ. βαστάννω στο Meursius (‑ειν). Η λ. στο Du Cange (‑ένειν, λ. βαστάν) και σήμ. ιδιωμ., καθώς και οι τ.]
- Α´ Μτβ.
- βαστακτός, επίθ.
-
- Που φέρεται στα χέρια, σηκωτός:
- απήραν αυτόν βαστακτόν ως νεκρόν (Ερμον. Π τίτλ. μετά στ. 277).
[μτγν. επίθ. βαστακτός. Τ. ‑χτός σήμ. ιδιωμ.]
- Που φέρεται στα χέρια, σηκωτός:
- βάσταμα(ν) το,
- βλ. βάσταγμα.