Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- βάσκανος, επίθ.
-
- Κακός, κακεντρεχής, που έχει «κακό μάτι»:
- (Γλυκά, Στ. 70)·
- (προκ. για το διάβολο):
- (Απολλών. 14).
[αρχ. επίθ. βάσκανος. Η λ. και σήμ.]
- Κακός, κακεντρεχής, που έχει «κακό μάτι»:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βάσκανος -η -ο [váskanos] Ε5 : (λόγ.) που βασκαίνει, που προξενεί κακό: Bάσκανη τύχη / μοίρα, κακή. Bάσκανο μάτι και (λόγ.) ~ οφθαλμός, που ματιάζει και προξενεί κακό: Bάσκανο μάτι με είδε κι αρρώστησα.
[λόγ. < αρχ. βάσκανος `που ασκεί μαγεία, κακόβουλος΄]