Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βάσιμος -η -ο [vásimos] Ε5 : που στηρίζεται σε δεδομένα, σε ενδείξεις ή αποδείξεις, που είναι σε μεγάλο βαθμό ασφαλής, βέβαιος, θετικός: Bάσιμες ελπίδες / πληροφορίες / υπόνοιες / υποψίες / υποθέσεις. Οι κατηγορίες εναντίον μου δεν είναι βάσιμες. || (ως ουσ.) το βάσιμο, η υψηλού βαθμού σχέση με την πραγματικότητα, η βεβαιότητα, το ασφαλές: Δεν αποδείχτηκε το βάσιμο των υποψιών. Ο ανακριτής εξετάζει το βάσιμο των κατηγοριών / των ισχυρισμών.
βάσιμα ΕΠIΡΡ με μεγάλο βαθμό ασφάλειας, σιγουριάς, βεβαιότητας: Mπορούμε ~ να πούμε / να υποθέσουμε / να ελπίσουμε ότι η προσπάθειά μας θα πετύχει. [λόγ. βάσ(ις) -ιμος (διαφ. το ελνστ. βάσιμος `που έχει πρόσβαση΄, αρχ. σε μτφ. σημ.)]