Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βάσανος η [vásanos] Ο36 : (λόγ.) λεπτομερής, εξαντλητική εξέταση, δοκιμασία, έλεγχος για εξακρίβωση της αλήθειας, της γνησιότητας ή της ακρίβειας: Οι θεωρίες του δεν άντεξαν στη βάσανο της κριτικής.
[λόγ. < αρχ. βάσανος `σκληρή πέτρα για έλεγχο των μετάλλων΄ (αιγυπτ. προέλ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- βάσανος η.
-
- α) Βασανιστήριο, τιμωρία:
- (Διγ. O 1086)·
- β) πόνος, ταλαιπωρία:
- (Εις Θεοτ. 38).
[αρχ. ουσ. βάσανος. Πβ. βάσανος ο σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ‑ο)]
- α) Βασανιστήριο, τιμωρία: