Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βάσανο το [vásano] Ο40 : 1. (συνήθ. πληθ.) ψυχική ή σωματική ταλαιπωρία, δεινοπάθημα, στενοχώρια, σκοτούρα: Tα βάσανα της ζωής / της αγάπης / του κόσμου δεν έχουν τέλος. M΄ έφαγαν οι πίκρες και τα βάσανα. Έχω τα βάσανά μου, έχω κι εσένα να με ταλαιπωρείς! (έκφρ.) μπαίνω στα βάσανα, ταλαιπωρούμαι. τελείωσαν τα βάσανά μου, όταν τελειώσει ή πετύχει κτ. ύστερα από πολλές προσπάθειες και κόπους. μετά κόπων και βασάνων / με κόπους και με βάσανα / με χίλια βάσανα, ύστερα από πολλή προσπάθεια, μόχθο, με μεγάλη δυσκολία· ΣYN έκφρ. με (τα) χίλια ζόρια. 2α. πρόσωπο, πράγμα ή κατάσταση που προξενεί βάσανα: Zωή / δουλειά είναι αυτή ή ~; Aυτό το παιδί είναι ~. β. πρόσωπο, συνήθ. γυναίκα, που προξενεί ερωτική στενοχώρια, ταλαιπωρία· ερωμένη.
βασανάκι το YΠΟKΟΡ κυρίως στη σημ. 2β. [μσν. βάσανον < ελνστ. βάσανος, ἡ (στη νέα σημ., αρχ. σημ. δες στο βάσανος) μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]
[Λεξικό Κριαρά]
- βάσανο(ν) το.
-
- 1) Βασανιστήριο:
- (Μαχ. 46428).
- 2) Ταλαιπωρία, στενοχώρια:
- η αγάπη βάσανα κι ο πόθος πρίκες έχει (Ερωτόκρ. Α´ 1616)·
- έκφρ. εις βάσανά μου = για κακό μου, αλίμονό μου:
- (Ερωτόκρ. Α´ 176).
[<ουσ. βάσανος η. Η λ. τον 9. αι. (‑ον) και σήμ. (‑ο)]
- 1) Βασανιστήριο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βάσανος η [vásanos] Ο36 : (λόγ.) λεπτομερής, εξαντλητική εξέταση, δοκιμασία, έλεγχος για εξακρίβωση της αλήθειας, της γνησιότητας ή της ακρίβειας: Οι θεωρίες του δεν άντεξαν στη βάσανο της κριτικής.
[λόγ. < αρχ. βάσανος `σκληρή πέτρα για έλεγχο των μετάλλων΄ (αιγυπτ. προέλ.)]
[Λεξικό Κριαρά]
- βάσανος η.
-
- α) Βασανιστήριο, τιμωρία:
- (Διγ. O 1086)·
- β) πόνος, ταλαιπωρία:
- (Εις Θεοτ. 38).
[αρχ. ουσ. βάσανος. Πβ. βάσανος ο σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. ‑ο)]
- α) Βασανιστήριο, τιμωρία:
[Λεξικό Κριαρά]
- βασανοτυραννώ.
-
- Βασανίζω:
- (Φλώρ. 456 κριτ. υπ).
[<βασανίζω + τυραννώ]
- Βασανίζω: