Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βάριο
7 εγγραφές [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βάριο το [vário] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα.

[λόγ. < νλατ. bary(um) -ον < αρχ. βαρύς]

[Λεξικό Κριαρά]
βαριομοιρασμένος, μτχ. επίθ.
  • Που έχει βαριά μοίρα, κακότυχος, δυστυχής:
    • (Θησ. Ε´ [95]).

[<επίθ. βαριόμοιρος με επίδρ. μτχ. κακομοιρασμένος, καλομοιρασμένος. Η λ. στο Meursius]

[Λεξικό Κριαρά]
βαριόμοιρος, επίθ.· βαρόμοιρος· θηλ. βαριομοίρα.
  • Που έχει βαριά μοίρα, κακόμοιρος, δυστυχής:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1276]
    • δυστυχέστατη … και βαριομοίρα (Λίμπον. 209).

[<επίθ. βαρύς + ουσ. μοίρα. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαριόμοιρος -η -ο [varjómiros] Ε5 : (λογοτ., λαϊκότρ.) που έχει κακιά μοίρα, τύχη· άμοιρος, κακότυχος, κακόμοιρος.

[μσν. βαριόμοιρος < βαριο- + μοίρ(α) -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαριοπούλα η [varjopúla] Ο25 : σφυρί μικρότερο από τη βαριά.

[βαρι(ά) -οπούλα]

[Λεξικό Κριαρά]
βαριοσύνη η· βαροσύνη.
  • 1) Νωθρότητα, οκνηρία:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [911]).
  • 2) Δυσκολία· βραδύτητα:
    • (Πεντ. Έξ. ΧΙV 25).

[<επίθ. βαρύς + κατάλ. σύνη. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βαριούμαι· βαριώμαι· παρατ. εβαριόμην ‑μουν· αόρ. εβαρέθην· εβαρέθηκα· εβαρήθην.
  • Α´ Αμτβ.
    • 1)
      • α) Βαριέμαι, κουράζομαι να …:
        • Δεν εβαρέθης, άθλιε, πάντα θερίζοντά μας; (Πένθ. θαν. 223
      • β) πλήττω, νιώθω ανία:
        • Τι να σας λέγω τα πολλά, αν τύχει να βαριέστε; (Χρον. Μορ. P 8536
      • γ) τεμπελιάζω, αδιαφορώ:
        • μη βαρεθείτε να ’ρθετε να πάμε ’ς τση κερά μας (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Β´ 48).
    • 2)
      • α) Στενοχωρούμαι, λυπούμαι:
        • μεγάλως εβαρέθηκεν, έκλαψεν (Χρον. Μορ. P 19
      • β) αγανακτώ, εξοργίζομαι:
        • παραλογίες έκαμναν … Και εβαρέθην ο Θεός και εξολόθρευσέν τους (Χρον. Τόκκων 3219).
  • Β´ Μτβ.
    • α) Στενοχωρούμαι υπερβολικά για κ., δυσανασχετώ για κ.:
      • (Ιστ. πατρ. 966
      • Αυτείνη την αθιβολή περίσσα την βαριούμαι (Πανώρ. Γ´ 249
    • β) δυσανασχετώντας αποφεύγω (κ.):
      • δε βαριέται κούραση, δε θέλει να σκολάσει (Πανώρ. Δ´ 31
    • γ) δεν ανέχομαι (κάπ.), δυσανασχετώ (για κάπ.), αποστρέφομαι:
      • (Πανώρ. Ε´ 419
      • μη … κρίνουν σε ανυπόληφτον και βαρεθούν σε πάντες (Κομν., Διδασκ. Δ 371).

[<αρχ. βαρέομαι· βλ. και βαρώ. Τ. ιέμαι σήμ. Η λ. στο Βλάχ. (ρει‑) και σήμ. λαϊκ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες