Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βάρεμα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βάρεμα το [várema] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βαράω· χτύπημα.

[μσν. βάρεμα `βάρος, φορτίο΄ < βαρε- (βαρώ) -μα ή ελνστ. βάρημα `φορτίο΄ με σημασιολ. επίδρ. του ρ. βαρώ]

[Λεξικό Κριαρά]
βάρεμα το.
– Βλ. και βάρημα.
  • Α´ Κυριολ.
    • 1) Φορτίο:
      • να σύρνομεν βαρέματα και μηχανάς και σκεύη (Καλλίμ. 973).
    • 2) (Στον πληθ.) αποσκευές:
      • (Παράφρ. Χων. 231).
  • Β´ Μεταφ.
    • 1)
      • α) Βάρος, ενόχληση, στενοχώρια:
        • τα τόσα σου βαρέματα πες μου πώς τα βαστούσι; (Διακρούσ. 1122
      • β) πλήξη, δυσφορία:
        • (Ερωτόκρ. Γ´ 814).
    • 2) Οικονομική επιβάρυνση:
      • (Συναδ. φ. 57r).

[<βαρώ ή βαραίνω ή <ουσ. βάρημα. Η λ. στο Meursius και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βαρεμάρα η [varemára] & βαριεμάρα η [varjemára] Ο25α : (οικ.) τεμπελιά που προέρχεται από κούραση, ανία ή κακή διάθεση: M΄ έπιασε ~ και δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Σήμερα δεν πήγα στη δουλειά από ~.

[βάρεμ(α) -άρα· επίδρ. του βαριέμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες