Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βάρδος ο [várδos] Ο18 : 1. ποιητής και συγχρόνως τραγουδιστής στους Kέλτες. 2. χαρακτηρισμός ποιητή ή τραγουδοποιού, του οποίου τα έργα βρίσκουν απήχηση, συγκινούν πλατιά στρώματα: Tσιτσάνης, ο ~ του λαϊκού τραγουδιού. Σολωμός, Παλαμάς, οι βάρδοι της νεοελληνικής ποίησης.
[λόγ. εν. < ελνστ. πληθ. Βάρδοι (κελτικής προέλ.)]