Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βάρδια η [várδja] Ο25α : 1. ομάδα εργαζομένων που εναλλάσσεται κατά τακτά χρονικά διαστήματα σε συνεχή εργασία, υπηρεσία: H βραδινή ~ σχολάει σε λίγο και πιάνει δουλειά η πρωινή ~. 2. αριθμός φυλάκων που είναι υπεύθυνοι: α. για τη φύλαξη εργοστασίων, αποθηκών, δημόσιων κτιρίων, εγκαταστάσεων κ.ά.: Διπλασιάστηκαν οι βάρδιες του εργοστασίου. β. (ναυτ.) για τη φύλαξη πλοίου: H νυχτερινή ~ ανέφερε βλάβη στο αντλιοστάσιο. (έκφρ.) σκάντζα ~, αλλαγή στην υπηρεσία φύλαξης. 3. η εργασία, υπηρεσία, λειτουργία που εκτελείται με εναλλαγή κατά διαστήματα: Tο εργοστάσιο / το σχολείο λειτουργεί σε τρεις βάρδιες. Aυτή τη βδομάδα δουλεύω νυχτερινή ~.
[βεν. vardia]
[Λεξικό Κριαρά]
- βάρδια η· βάργια.
-
– Βλ. και γουάρδια.
- 1) Φρουρά:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 15910).
- 2) (Συνεκδ.) μέλος της φρουράς, φύλακας, σκοπός:
- βάρδιες είχανε παντού Τούρκοι να μην περάσουν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1541).
- 3) Φρ. κάνω βάρδια = φρουρώ, είμαι σκοπός:
- (Θρ. Κύπρ. 350).
[<βεν. vardia. Η λ. και σήμ.]
- 1) Φρουρά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαρδιάνος ο [varδjános] Ο18 : (λαϊκότρ.) αυτός που φυλάει, που επιτηρεί κτ., ο σκοπός.
[βεν. *vardian -ος (πρβ. ιταλ. guardiano (ίδ. σημ.), βεν. vardia > βάρδια)]