Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βάνδαλος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βάνδαλος ο [vánδalos] Ο20α : αυτός που προξενεί καταστροφές· βάρβαρος: Mετά την πτώση της Ρωμαϊκής Aυτοκρατορίας, ορδές βανδάλων κατέκλυσαν την Ευρώπη. || (ειδικότ.) αυτός που καταστρέφει μνημεία και έργα τέχνης: Γκρέμισαν τα νεοκλασικά κτίρια, οι βάνδαλοι!

[λόγ. εν. < υστλατ. εθν. πληθ. Vandali]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βάνδαλος -η -ο [vánδalos] Ε5 : που αναφέρεται ή που χαρακτηρίζει τους βανδάλους· βάρβαρος: Bάνδαλη συμπεριφορά.

[λόγ. επίθ. < ουσ. βάνδαλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες