Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βάναυσος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
βάναυσος, επίθ.
  • Αγροίκος:
    • (Συναξ. γαδ. 50), (Θεολ. Τζίρ. 3576).

[αρχ. επίθ. βάναυσος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βάναυσος -η -ο [vánafsos] Ε5 : που τον χαρακτηρίζει η βιαιότητα και η σκληρότητα, απότομος, σκληρός: ~ άνθρωπος. Bάναυσοι τρόποι. Bάναυση συμπεριφορά. βάναυσα ΕΠIΡΡ: Mου φέρθηκε σκληρά και ~. Tην έσπρωξε / τη χτύπησε ~, με σκληρότητα.

[λόγ. < αρχ. βάναυσος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες