Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βάνα η [vána] Ο25 : είδος διακόπτη σε δίκτυο σωληνώσεων, που επιτρέπει ή εμποδίζει τη ροή νερού ή άλλων υγρών: Σφίξε / άνοιξε λίγο τη ~.
[γαλλ. vann(e) -α]
[Λεξικό Κριαρά]
- βάναυσος, επίθ.
-
- Αγροίκος:
- (Συναξ. γαδ. 50), (Θεολ. Τζίρ. 3576).
[αρχ. επίθ. βάναυσος. Η λ. και σήμ.]
- Αγροίκος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βάναυσος -η -ο [vánafsos] Ε5 : που τον χαρακτηρίζει η βιαιότητα και η σκληρότητα, απότομος, σκληρός: ~ άνθρωπος. Bάναυσοι τρόποι. Bάναυση συμπεριφορά.
βάναυσα ΕΠIΡΡ: Mου φέρθηκε σκληρά και ~. Tην έσπρωξε / τη χτύπησε ~, με σκληρότητα. [λόγ. < αρχ. βάναυσος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαναυσότητα η [vanafsótita] Ο28 : η ιδιότητα του βάναυσου· τραχύτητα, σκληρότητα.
[λόγ. βάναυσ(ος) -ότης > -ότητα]