Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βάμμα το [váma] Ο48 : (χημ.) διάλυμα φυτικής ή ζωικής ουσίας σε οινόπνευμα ή αιθέρα, που χρησιμοποιείται στη θεραπευτική, στην ποτοποιία και στην αρωματοποιία: ~ ιωδίου / ηλιοτροπίου.
[λόγ. < αρχ. βάμμα `που μέσα του βυθίζεται κτ.΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- βάμμα το.
-
- 1) Χρωματισμός, χρώμα:
- χήτη … βαμμένη … με της χιονέας το βάμμα (Λίβ. Esc. 2138).
- 2) Βαμμένη τούφα από μαλλί:
- εκάστης δε ουργίας του σχοινίου κρεμασθήτω βάμμα χονδρόν εις δήλωσιν των ουργιών (Metrol. 5128).
[αρχ. ουσ. βάμμα. Η λ. και σήμ.]
- 1) Χρωματισμός, χρώμα: