Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βάλτα
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
βάλτα η.
  • Έλος:
    • η κεφαλή του εχώθηκεν απέσωθεν της βάλτης (Διγ. Esc 1138).

[<σλαβ. blato. Η λ. το 10. αι., στο Meursius (βλ. και LBG) και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες