Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βάλσιμο το [válsimo] Ο50 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βάζω· τοποθέτηση. ANT βγάλσιμο.
[βαλ- (δες βάζω) -σιμο]
[Λεξικό Κριαρά]
- βάλσιμο το.
-
- 1) Πράγμα (αξίας) που το εμπιστεύτηκαν στη φύλαξη κάπ.:
- αρνίστην εις τον σύντροφό του … εις βάλσιμο χεριού (Πεντ. Λευιτ. V 21).
- 2) Καθορισμός· ορισμένο χρονικό σημείο:
- τις να ζήσει από το βάλσιμο του Θεού; (αυτ. Αρ. XXIV 23).
[<βάλλω + κατάλ. ‑σιμο. Η λ. στο Somav. (‑ον) και σήμ.]
- 1) Πράγμα (αξίας) που το εμπιστεύτηκαν στη φύλαξη κάπ.: