Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βάλσαμο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βάλσαμο το [válsamo] Ο41 : 1. αρωματικές ουσίες που παράγονται από φυτά ή με χημικές μείξεις και χρησιμοποιούνται: α. στη φαρμακευτική· φάρμακο (παυσίπονο). β. στην αρωματοποιία· άρωμα. 2. γενική ονομασία φυτών που παράγουν αρωματικές ουσίες. 3. (μτφ.) για καθετί που ευχαριστεί τις αισθήσεις ή ανακουφίζει τον πόνο, τη θλίψη: ~ το κρασί που ήπιαμε χτες. Tα καλά σου λόγια είναι ~ στη θλιμμένη μου ψυχή.

[λόγ. < αρχ. βάλσαμον]

[Λεξικό Κριαρά]
βαλσαμόλαιον το,
βλ. βαλσαμέλαιον.
[Λεξικό Κριαρά]
βάλσαμον το· βάρσαμο· μπάλσαμο.
  • 1) Βαλσαμόδεντρο:
    • εβλάστησε βοτάνη, το βάλσαμον (Παϊσ., Ιστ. Σινά 2142).
  • 2) Η αρωματική ρητίνη του παραπάνω φυτού, φάρμακο για τα τραύματα και τους κωλικούς:
    • (Ιερακοσ. 43415), (Πανώρ. Β´ 206).
  • 3) (Γενικά) αρωματικό φυτό:
    • βασιλικά στην στράταν σου, βάρσαμα στην οδόν σου (Ερωτοπ. 361).

[αρχ. ουσ. βάλσαμον. Ο τ. μπά‑ και η λ. (ο) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
βάλσαμος ο· βάρσαμος.
  • 1) Βαλσαμόδεντρο:
    • εφέρασιν τον βάρσαμον εκ της Αιγύπτου (Διγ. Esc. 1640).
  • 2) (Γενικά) αρωματικό φυτό:
    • Ο βρόμος της, της φυλακής, … ψύγει τους βαρσάμους (Σαχλ., Αφήγ. 458).

[<ουσ. βάλσαμον. Η λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες