Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βάλλω [válo] -ομαι Ρ πρτ. έβαλλα, αόρ. έβαλα, απαρέμφ. βάλει, παθ. αόρ. βλήθηκα, απαρέμφ. βληθεί : (λόγ.) 1. ρίχνω βλήματα με πυροβόλο όπλο: Tο πυροβολικό βάλλει από το πρωί κατά των θέσεων του εχθρού. Ένα σύγχρονο πολυβόλο βάλλει χιλιάδες σφαίρες το λεπτό. 2. (μτφ.) εκτοξεύω κατηγορίες, μέμφομαι: Bάλλει εναντίον μου για πολιτικούς λόγους. Bάλλεται από παντού. ΦΡ ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον* βαλέτω.
[λόγ. < αρχ. βάλλω]
[Λεξικό Κριαρά]
- βάλλω.
-
- 1)
- α) Ρίχνω:
- (Βίος Αλ. 3620)·
- β) βγάζω κ. αφοδεύοντας:
- Εμφρασσομένης της έδρας … ου δύναταί τι βαλείν (Ιερακοσ. 4679)·
- γ) φρ. βάλλω κάτω = γκρεμίζω:
- (Δούκ. 7711)·
- δ) φρ. βάλλω κ. στο ζάρι = παίζω κ. στα ζάρια, διακινδυνεύω:
- (Αιτωλ., Βοηβ. 41)·
- ε) φρ. βάλλομαι εις πάθος = μπαίνω σε βάσανα:
- (Φυσιολ. 1013).
- α) Ρίχνω:
- 2)
- α) Τοποθετώ:
- (Διγ. Z 2843, 3011), (Παϊσ., Ιστ. Σινά 960)·
- β) (προκ. για πρόσωπο) εγκαθιστώ:
- ιερείς και διακόνους … βάλλουσιν εκεί (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1390)·
- γ) (με το επίρρ. μέσα) εισάγω, δέχομαι κάπ.:
- Περί δανειστού οπού κρατεί σημάδι σπίτι και … βάλλει άλλον μέσα (Βακτ. αρχιερ. 143).
- α) Τοποθετώ:
- 3) Φρ.
- α) βάλλομαι εις την εξουσία κάπ. = μπαίνω στην εξουσία κάπ.:
- (Ασσίζ. 1765)·
- β) βάλλω κατά νουν, εις λογισμόν κ. = σκέφτομαι κ.:
- (Πτωχολ. P 135)·
- γ) βάλλω πυρ = βάζω, ανάβω φωτιά:
- (Ασσίζ. 2708)·
- δ) βάλλω χέριν, χέρα επάνω σε κάπ. ή επί κάπ. = σηκώνω χέρι, χειροδικώ:
- (Ασσίζ. 18623, 43813)·
- ε) βάλλω χείρα άρπαγα = αρπάζω:
- (Γλυκά, Στ. 510)·
- στ) βάλλω χέρα = αρχίζω:
- (Γεωργηλ., Θαν. 635)·
- ζ) βάλλω άνω κάτω = αναστατώνω:
- (Παλαμήδ., Βοηβ. 294)·
- η) βάλλω δύναμιν = προβάλλω αντίσταση:
- (Σφρ., Χρον. 18810)·
- θ) βάλλω λόγια, ζιζάνια = σκευωρώ (βλ. και ζιζάνιον):
- (Ερωτοπ. 636), (Γεωργηλ., Βελ. Λ 438.)>
- α) βάλλομαι εις την εξουσία κάπ. = μπαίνω στην εξουσία κάπ.:
- 4) Φορώ:
- (Κορων., Μπούας 87).
- 5) Φρ. βάλλω φωνήν = φωνάζω:
- (Διγ. Gr. 1060), (Φυσιολ. 37133).
- 6) Προσφέρω, δίνω, καταθέτω:
- βάλλει εις την συντροφίαν πέρπυρα ρ´ (Ασσίζ. 8221).
- 7) Ρίχνω μέσα, προσθέτω:
- βάλλει (ενν. ο μάγειρος) και θρυμβόξυλα τινά προς μυρωδίαν (Προδρ. IV 374).
- 8) Προσθέτω:
- μη βάλλετε απ’ εκείνον τό γράφει (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 840).
- 9) Ορίζω κάπ. να κάνει κ.:
- (Βεντράμ., Γυν. 241).
- 10) Φρ. βάλλω μάχην = πολεμώ:
- (Φυσιολ. B 119).
- 11) Φρ. βάλλομαι εις νομήν = (προκ. για απόφαση δικαστηρίου) ισχύω:
- (Ελλην. νόμ. 5778).
- 12) Βαδίζω, προχωρώ:
- βάλλει προς τοις οικήμασι (Βίος Αλ. 3449).
[αρχ. βάλλω. Η λ. και σήμ.]
- 1)