Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βάθρο το [váθro] Ο39 : 1. υπερυψωμένη κατασκευή, που πάνω της στέκεται κάποιος ή στηρίζεται κτ.· βάση: Mαρμάρινο / πέτρινο ~ αγάλματος / προτομής. H κατασκευή στηρίχτηκε πάνω σε ξύλινα βάθρα. || (αρχιτ.) κάθετη τοιχοποιία, που στηρίζει συνήθ. γέφυρες ή αψίδες. 2. (μτφ.) α. στήριγμα, θεμέλιο: H βουλή είναι το ~ της Δημοκρατίας. (λόγ.) ΦΡ εκ βάθρων, ριζικά, εκ θεμελίων, άρδην: H κατάσταση πρέπει ν΄ αλλάξει εκ βάθρων· ΣYN ΦΡ εκ θεμελίων. β. διακεκριμένη θέση: Ο λαός τον κατέβασε από το ~ που τον είχε ανεβάσει, έπαψε να τον εκτιμάει, να τον εμπιστεύεται.
[λόγ. < αρχ. βάθρον]