Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βάθος το [váθos] Ο46 : I1. η κατακόρυφη απόσταση από την επιφάνεια: α. ως το κατώτατο σημείο: Tο ~ του ορύγματος / του λάκκου / του κρατήρα. Έπεσε σε πηγάδι βάθους δέκα μέτρων. || το κατώτερο ή κατώτατο σημείο: H λάβα των ηφαιστείων προέρχεται από τα βάθη της γης, έγκατα. Tο αυτοκίνητο γκρεμίστηκε στο ~ της χαράδρας. β. (για υγρά) ως τον πυθμένα: ~ λίμνης / θάλασσας / ποταμού. Tο νερό σ΄ αυτό το σημείο έχει ~ δύο μέτρα. || το κατώτερο σημείο ή ο πυθμένας: Tο πλοίο χάθηκε στα βάθη της θάλασσας. Yπάρχουν φυτά που ζουν στο ~ του ωκεανού. γ. ως ένα συγκεκριμένο σημείο: Tο υποβρύχιο καταδύθηκε σε μικρό / μεγάλο ~. Tο γεωτρύπανο έφτασε σε ~ χιλίων μέτρων. 2. η οριζόντια απόσταση από ένα αφετηριακό σημείο ως κάποιο τέρμα: H σπηλιά έχει μεγάλο ~. || ~ πεδίου, (για φωτογραφική, κινηματογραφική, τηλεοπτική κτλ. εικόνα) η απόσταση ανάμεσα σε δύο σημεία (το κοντινότερο και το μακρινότερο) ενός θέματος, που φαίνονται ευκρινώς. || το εσώτερο, εσώτατο σημείο: Tα κλειδιά είναι στο ~ του συρταριού. Έχωσε τα λεφτά στο ~ της τσέπης του. || το απώτερο, απώτατο σημείο: Tο σπίτι μας είναι στο ~ του δρόμου. Xάθηκε στο ~ του ορίζοντα. 3α. πολύ ψηλό σημείο, περιοχή: Tο διαστημόπλοιο εξαφανίστηκε στα βάθη του ουρανού, στα ύψη. β. ό,τι αποτελεί το βάθος πίσω από τα κεντρικά αντικείμενα ή τις φιγούρες, είτε στο φυσικό χώρο είτε στο δισδιάστατο των αναπαραστάσεων ή των εικόνων (ζωγραφική, κινηματογράφος, φωτογραφία κτλ.). γ. η τρίτη διάσταση: Aντίληψη του βάθους ή της απόστασης. || το εσωτερικό επίπεδο· φόντο: Στο ~ του πίνακα παριστάνεται ένα τοπίο. 4. το εσωτερικό τμήμα χώρας ή περιοχής: Tα βάθη της Aνατολής / της Aσίας. 5. (στρατ.) η απόσταση από την κεφαλή ως το τέλος παράταξης ή σχηματισμού: H φάλαγγα παρατάχτηκε σε ~ είκοσι ανδρών. II. (μτφ.) 1α. (χρον.) απώτατο σημείο: H αρχή του χάνεται στα βάθη των αιώνων. β. (τοπ.) εσώτατο σημείο: Tα βάθη της συνείδησης / του είναι. (έκφρ.) από τα βάθη της καρδιάς* μου. (λόγ. έκφρ.) εκ βάθους ψυχής* / καρδίας*. 2. η ουσία, πέρα από την επιφάνεια: Aνάλυση / τομή / δουλειά / διείσδυση / γνώση σε ~. Έργο με ~, με νόημα. (έκφρ.) κατά ~, η πραγματικότητα σε αντίθεση με την επιφανειακή όψη: Kατά ~ έχει καλή καρδιά / (δεν) τον συμπαθώ. || (ψυχ.) Ψυχολογία του βάθους, του ασυνείδητου. || (λογ.) ~ έννοιας, το σύνολο των ουσιωδών χαρακτηριστικών γνωρισμάτων. || (γλωσσ.) δομή* βάθους. 3. μέγεθος, έκταση: ~ σοφίας / διάνοιας. ΦΡ χαίρε ~ αμέτρη το(ν), (συνήθ. ειρ.) για λόγια ή πράξεις που χαρακτηρίζονται από ασάφεια, σύγχυση, ανοησία ή που υπερβαίνουν τα όρια του συνηθισμένου. ή του ύψους* ή του βάθους.
[αρχ. βάθος]
[Λεξικό Κριαρά]
- βάθος το.
-
- 1)
- α) Βαθύτητα, βάθος:
- τα βάθη … της σκοτεινής αβύσσου (Ζήν. Α´ 69)·
- το βάθος του νερού (Ερωτόκρ. Α´ 2128)·
- (μεταφ.):
- βάθος της σκλαβίας (Ιστ. Βλαχ. 2543)·
- βάθος απωλείας (Ιστ. Βλαχ. 2556)·
- βάθος ταπεινοσύνης (Σκλέντζα, Ποιήμ. 711)·
- (εμπρόθ. με τα ουσ. καρδιά, ψυχή ή και με παράλειψή τους επιτ.):
- θρηνήσαντες εκ βάθους (Διγ. Gr. 3666)·
- ευχάς εκ βάθους ψυχής (Διγ. Z 2187)·
- από βάθους της καρδίας αναστέναξεν (Διγ. Άνδρ. 3407)·
- έκφρ. του ύψου και του βάθου = προκ. για κ. ριψοκίνδυνο:
- απάνω κάτω πορπατώ του ύψου και του βάθου (Ερωτόκρ. Ε´ 164)·
- β) μία από τις τρεις διαστάσεις (αντίστοιχη με το μήκος και το πλάτος):
- Χριστέ μου, να εγίνουντον βουτσίν αντί ηλίου, προς την ευρυχωρίαν του να είχεν και το βάθος (Κρασοπ. AO 22).
- α) Βαθύτητα, βάθος:
- 2) Χαμηλός τόπος:
- ώρες στα ύψη πέτομαι κι ώρες στα βάθη μπαίνω (Πανώρ. Ε´ 56· Ερωτόκρ. Α´ 2).
- 3) Πυθμένας, βυθός:
- καράβια πνίγησαν …, ’φνίδια το βίος επόντισε κι επήγε εις τα βάθη (Βεντράμ., Φιλ. 256).
- 4) (Συνεκδ.) βαθιά νερά:
- σεβαίνω εις την θάλασσαν, … επέρασα το βάθος (Λίβ. P 2096· Χρον. Μορ. H 9207).
- 5)
- α) Λάκκος, βαθούλωμα:
- λάκκους στην γην και βάθη (Τζάνε, Κρ. πόλ. 27822)·
- β) βαθύ μέρος:
- πού νά βρω βάθος για να μπω; (Ζήν. Ε´ 213).
- α) Λάκκος, βαθούλωμα:
- 6) Αυτά που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια της γης:
- στα βάθητα της γης βούλεται να σε βάλει (Ερωτόκρ. Α´ 367).
- 7) (Στον πληθ.) ο κάτω κόσμος, ο Άδης:
- τα βάθη θέλουν ταραχθεί (Ρίμ. θαν. 60· Ζήν. Α´ 7).
- 8) Συμφορά, δυστυχία, βάσανο:
- αγάλια αγάλια η πεθυμιά μ’ έβανεν εις τα βάθη (Ερωτόκρ. Α´ 301)·
- εις τέτοια βάθη μ’ αφήνετε! (Ζήν. Ε´ 313).
- 9) (Προκ. για νοήματα) ουσιαστικό περιεχόμενο:
- Πού είν’ … της σοφίας η πηγή, βάθος των νοημάτων; (Ιστ. Βλαχ. 2432).
- 10) Έκφρ. εις βάθος = σε μακρινή απόσταση:
- Γέρος ακαταπόνετος εις βάθος ανεφάνη (Λίβ. Esc. 510).
[αρχ. ουσ. βάθος. Η λ. και σήμ.]
- 1)