Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βάδισμα το [váδizma] Ο49 : η ενέργεια του βαδίζω και ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο βαδίζει κάποιος· βήμα: Aργό / γρήγορο / ασταθές / σταθερό ~. Aπό το βάδισμά του φαίνεται ότι είναι στρατιωτικός. Tο ~ ωφελεί στην υγεία, το περπάτημα.
[βαδισ- (βαδίζω) -μα]
[Λεξικό Κριαρά]
- βάδισμα το· βάδισμαν.
-
- Βηματισμός, περπατησιά:
- Το βάδισμα, το κίνημα και την πορπατηξιάν της (Βέλθ. 614).
[αρχ. ουσ. βάδισμα. Η λ. και σήμ.]
- Βηματισμός, περπατησιά: