Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βάγιο το [vájo] Ο39 & βάι το [vái] Ο45 : (προφ., σπάν.) τα βάγια.
[βάγιο: εν. του βάγια τα· βάι: εν. του βάγια τα κατά το σχ.: πλάγια - πλάγι (δες στο πλάι) και αποβ. του μεσοφ. [j] ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- βαγιοβδομάδα η [vajovδomáδa] Ο26 : (λαϊκότρ.) η εβδομάδα πριν από την Kυριακή των Bαΐων.
[βάγι(α τα) -ο- + βδομάδα]
[Λεξικό Κριαρά]
- βαγιόνι το,
- βλ. βαγένιν.
[Λεξικό Κριαρά]
- βάγιος ο.
-
- Αυτός που φροντίζει για την ανατροφή των παιδιών, παιδαγωγός:
- να σηκώνει βάγιος το βυζα-νάρικο (Πεντ. Αρ. XI 12).
[<ουσ. βάγια (Hesseling, Πεντ., σ. ΧΙΧ). Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Αυτός που φροντίζει για την ανατροφή των παιδιών, παιδαγωγός: