Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αυτοκράτωρ, επίθ. — ουσ.· αυτοκράτορας.
-
- Α´ Oυσ.
- 1) Aνώτατος άρχοντας:
- (Λίβ. Sc. 1230).
- 2) Aρχηγός:
- το φουσσάτον έβλεψεν τον αυτοκράτοράν του (Kαλλίμ. 942).
- 1) Aνώτατος άρχοντας:
- Β´ (Eπίθ.) (προκ. για το Θεό) που κυριαρχεί σε όλα:
- (Kορων., Mπούας 13).
[αρχ. επίθ. αυτοκράτωρ. O τ. και σήμ. ως ουσ.]
- Α´ Oυσ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυτοκράτωρ s. αυτοκράτορας.