Παράλληλη αναζήτηση
15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αύρι, επίρρ.,
- βλ. αύριον.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυριανά [avrianá] τα,
- matters or events of tomorrow, future events:
- poem στα πόδια σου η κιθάρα μου, που βλέπει και που βρίσκει | τα περασμένα και τ' ~ (Palam) |
- τα περασμένα μένουνε, τα σημερνά περνούνε, | τ' ~ δεν ξέρω ποιοι και πότε θα τα ιδούνε! (Athanas)
[substantiv. n pl of αυριανός]
- matters or events of tomorrow, future events:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυριανή [avrianí] η,
- the following day, tomorrow (syn η αυρινή, L αύριο2 1, η επαύριο, επόμενη):
- ας ξημερώσει η ~ και βλέπουμε |
- την ~ έμελλε να φύγει για την Eυρώπη (Psichari) |
- poem επήρες το ψωμί της αυριανής και το προσφάγι (Theodorou)
[substantiv. f fr phr αυριανή ημέρα]
- the following day, tomorrow (syn η αυρινή, L αύριο2 1, η επαύριο, επόμενη):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυριανισμός ο [avrianizmós] Ο17 : (πολ., συνήθ. μειωτ., επικριτικά) ακραίος λαϊκισμός στη δημοσιογραφία και στην πολιτική πρακτική· (πρβ. κιτρινισμός, λαϊκισμός).
[λόγ. Aυριαν(ή) (τίτλος εφημερίδας) -ισμός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυριανιστής ο [avrianistís] Ο7 : (πολ.) ως μειωτικός ή υβριστικός χαρακτηρισμός των εκφραστών και υποστηρικτών του αυριανισμού ή άλλης ακραίας λαϊκιστικής πολιτικής· (πρβ. λαϊκιστής).
[λόγ. αυριαν(ισμός) -ιστής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυριανός -ή -ό [avrianós] Ε1 : α.που θα υπάρχει ή θα γίνει αύριο. ANT σημερινός, χθεσινός: Θα αποφασίσουμε στην αυριανή συνεδρίαση. β. που θα υπάρξει ή θα γίνει στο (κοντινό) μέλλον: Tα σημερινά μ΄ ενδιαφέρουν, τ΄ αυριανά ποιος ζει ποιος πεθαίνει.
[αύρι(ο) -ανός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυριανός, -ή, -ό [avrianós]
- ① οf the following day, of tomorrow (syn αυρινός):
- αυριανή εφημερίδα |
- αυριανή ημέρα (syn η αυριανή) |
- prov κάλλιο το σημερινό αβγό παρά την αυριανή κότα a bird in the hand is worth two in the bush (syn κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι) |
- το βράδυ το αυριανό στοχάστηκα πως ταίριαζε να καθίσω μπρος στα βιβλία μου (Palam) |
- όταν τελείωνε η μελέτη των αυριανών μαθημάτων, ανεβαίναμε .. στην κουζίνα (Petsalis) |
- τους εθύμισε άλλη μια φορά το αυριανό γεύμα στο σπίτι του (Kokkinos) |
- προσπαθούν ν' ανεβάσουν τα κανόνια τους ως την κορυφή για τις αυριανές επιχειρήσεις (ChZalokostas)
- ② of or pertaining to the future (syn μελλοντικός):
- ~ ιστορικός |
- ~ κόσμος |
- αυριανή εποχή, κοινωνία |
- ο Mιχαήλ Άγγελος .. είναι ~ ακόμα και σχετικά μ' εμάς (Kanellop) |
- αυτό που ισχύει σήμερα ως απόλυτο είναι προορισμένο να γίνει η αυριανή ιστορική σχετικότητα (Lambridi) |
- άσκημα ξεμπερδέματα θα έχει μ' αυτήν την υπόθεση ο ~ κόσμος (Theotokas) |
- όλοι μας πρέπει να δουλεύουμε .. μα ιδιαίτερα ο σπουδαστικός μας κόσμος, η αυριανή μας ελπίδα (Dimaras) |
- poem φυτεύεις τους σπόρους των αυριανών δέντρων κλ (Kotsiras)
[fr postmed (Somavera) αυριανός, der of αύριον w. suff -ανός]
- ① οf the following day, of tomorrow (syn αυρινός):
[Λεξικό Κριαρά]
- αυρινός, επίθ.
-
- 1) Aυριανός:
- την αυρινήν ημέραν (Σαχλ. B´ PM 586).
- 2) Που ανήκει στο μέλλον, μελλοντικός:
- (Πεντ. Γέν. XXX 33).
[<επίρρ. αύριο + κατάλ. ‑ινός. H λ. τον 11. αι. (LBG· βλ. και DGE) και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Aυριανός:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυρινός -ή -ό [avrinós] Ε1 : (λογοτ.) αυριανός.
[μσν. αυρινός < αύρ(ιο) -ινός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυρινός, -ή, -ό [avrinós]
- ① = αυριανός 1:
- poem θε μου, ξημέρωσέ τηνε την αυρινή τη μέρα (Valaor)
- ② substantiv. f tomorrow (syn in αυριανή):
- καληνύχτα, καλή αυρινή!
[fr postmed, MG (also CGL) αυρινός, der of αύριον w. suff -ινός]
- ① = αυριανός 1: