Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αύξων -ουσα -ον
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αύξων -ουσα -ον [áfkson] Ε12 : (λόγ.) ~ αριθμός, αύξοντας. Aύξουσα πρόοδος, πρόοδος που αυξάνεται.

[λόγ. < ελνστ. αὔξων, μεε. του αρχ. αὔξω `αυξάνομαι΄ σημδ. γερμ. steigende Zahl]

[Λεξικό Γεωργακά]
αύξων, -ουσα, -ον [áfkson] gen m, n αύξαντος, (L)
  • increasing, rising (syn in αυξανόμενος):
    • ~ πληθυσμός |
    • ~ αριθμός serial number |
    • αύξουσα αγραμματοσύνη, ένταση, εξειδίκευση, προσπάθεια |
    • math αύξουσα πρόοδος (σειρά) ascending progression (series) |
    • με αύξοντα ρυθμό adv phr at an increasing pace, increasingly |
    • η νοοτροπία αυτή συνέβαλε στην αύξουσα εχθρότητα |
    • η κίνηση του χορού συνοδεύεται από αύξουσα τυμπανοκρουσία (Athanasiadis-N) |
    • το εργατικό δυναμικό της χώρας .. φεύγει σε μια κλίμακα αύξουσα στο εξωτερικό (Angelop) |
    • τα αστικά κέντρα .. παρουσιάζουν αύξουσα βιοτεχνική και εμπορική κίνηση (Vacalop) |
    • μεταρρύθμιση θεμελιωμένη πάνω στην αύξουσα ανάγκη από μαθηματικές γνώσεις (Sotirakis)

[fr kath αύξων, prp of AG (+) αὔξω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες