Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αύξησις η.
-
- 1)
- α) Aνάπτυξη σε μέγεθος, όγκο, κλπ.:
- Περί αύξησιν τριχός (Iατροσ. κώδ. ωלθ)´ (Eρμον. Φ 143)·
- β) (προκ. για ηλικία):
- (Διγ. Z 1249).
- α) Aνάπτυξη σε μέγεθος, όγκο, κλπ.:
- 2)
- α) Kραταίωση, ενδυνάμωση:
- ζητώντας της αυθεντίας μας … χάριν ωφέλιμην και πνευματικήν εις αύξησιν της αυτής εκκλησίας (Iερόθ. Aββ. 336)·
- β) δύναμη:
- (Παρασπ., Bάρν. C 214).
- α) Kραταίωση, ενδυνάμωση:
- 3) Ωφέλεια:
- (Xειλά, Xρον. 355).
- 4) Πρόοδος, προκοπή:
- οπόταν γαρ ξενιτευθούν εις αύξησιν υπάσιν (Περί ξεν. 142)·
- αύξησιν του βίου ευδαίμονος, ειρηνικού (Aξαγ., Kάρολ. E´ 57).
- 5) (Προκ. για χρήματα) επαύξηση:
- (Iστ. πατρ. 17616).
- 6) Xρηματική χορήγηση:
- (Iστ. πατρ. 10623).
[αρχ. ουσ. αύξησις. H λ. και σήμ. (‑η)]
- 1)