Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αύξηση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αύξηση η [áfksisi] Ο33 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αυξάνω. ANT ελάττωση, μείωση: H ~ των τιμών επιφέρει μείωση της κατανάλωσης. H κυβέρνηση υποσχέθηκε να δώσει αυξήσεις στους μισθούς. ~ της παραγωγής / του ρυθμού / της ταχύτητας / των εισπράξεων / των εξόδων / του πληθυσμού / της εκλογικής δύναμης. Aπότομη / σταδιακή ~. || (βιολ.): H ~ ενός οργανισμού. 2. (γραμμ.) οι αλλαγές που σημειώνονται στην αρχική συλλαβή ρηματικών τύπων του παρατατικού και του αορίστου της οριστικής, π.χ. λύνω - έλυσα, θέλω - ήθελα, εκφράζω - εξέφρασα: Εσωτερική / συλλαβική / χρονική ~.

[λόγ.: 1: αρχ. αὔξη(σις) -ση· 2: ελνστ. σημ., από παρανόηση του λειτουργίας του προθήματος, που δηλώνει παρελθόν)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αύξηση [áfksisi] η, (gen αύξησης & αυξήσεως)
  • ① increase, rise, augmentation (syn επαύξηση L, μεγάλωμα):
    • ~ εισοδήματος, κέρδους, παραγωγής, φόρων |
    • ~ γεννήσεων, θανάτων |
    • ~ του πληθυσμού |
    • ~ εντάσεως του ρεύματος |
    • ~ των τιμών price increase, rise in prices (syn άνοδος των τιμών) |
    • ~ βάρους gain in weight |
    • παρατηρείται ~ της εγκληματικότητας |
    • ηθική είναι η επιστήμη, που αντικείμενό της έχει τα μέσα της διατήρησης και της αύξησης της ζωής (Papanoutsos) |
    • έβλεπαν τη συνεχή ~ των εχθρικών δυνάμεων (Vacalop) |
    • οι συγγραφικές του αυτές προσφορές συνετέλεσαν στην ~ των επαφών ανάμεσα στα Eπτάνησα και στην Eλλάδα (Dimaras)
  • ⓐ increase (in salary), raise:
    • πήρε ~ στη δουλειά του
  • ② gramm augment:
    • εσωτερική ~ augment inserted after the prefix of cpd verbs |
    • συλλαβική ~ syllabic augment |
    • χρονική ~ lengthening of initial vowel (in historic tenses), temporal augment
  • ③ biol growth, development (syn ανάπτυξη 2):
    • ~ του φυτού

[fr kath αύξησις ← postmed, MG ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες