Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αόριστος ο [aóristos] Ο20α : (γραμμ.) χρόνος του ρήματος που φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα έγινε στο παρελθόν: Ενεργητικός / μέσος / παθητικός ~. Άσιγμος* / σιγματικός* ~.
[λόγ. < ελνστ. ἀόριστος ουσιαστικοπ. αρσ. του αρχ. επιθ. ἀόριστος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αόριστος -η -ο [aóristos] Ε5 : 1α.για κτ. που δεν μπορούμε να το καθορίσουμε, να το προσδιορίσουμε με ακρίβεια· ακαθόριστος, αβέβαιος, απροσδιόριστος: ~ κίνδυνος. Έχω ένα αόριστο συναίσθημα. Ένας ~ φόβος μ΄ εμπόδισε να πλησιάσω. β. που δε δηλώνει, δε φανερώνει κτ. συγκεκριμένο: Mου έδωσε αόριστες υποσχέσεις. || (γραμμ.) Aόριστο άρθρο. Aόριστες αντωνυμίες, που τις μεταχειριζόμαστε για ένα πρόσωπο ή πράγμα, που δεν το ονομάζουμε, γιατί δεν το ξέρουμε ή γιατί δε θέλουμε. 2. που το τέλος του δεν είναι γνωστό, καθορισμένο: Δουλεύω με σύμβαση αόριστης διάρκειας / αόριστου χρόνου. (έκφρ.) επ΄ αόριστον, για άγνωστο χρονικό διάστημα: H εκδήλωση αναβλήθηκε επ΄ αόριστον. 3. που επιδέχεται διάφορες ερμηνείες: Aσαφείς ορισμοί είναι αυτοί που διατυπώνονται με αόριστες και μεταφορικές εκφράσεις. Mου έδωσε μια αόριστη απάντηση. || (μαθημ.): H μεταβλητή x παραμένει αόριστη, επιδέχεται πολλές τιμές.
αόριστα & (λόγ.) αορίστως ΕΠIΡΡ: Mιλάει γενικά και ~. [λόγ. < αρχ. ἀόριστος· λόγ. < αρχ. ἀορίστως]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αόριστος1 [aóristos] ο, (L) gramm
- aorist (tense):
- ο ~ εκφράζει τελειωμένη ενέργεια ή μια μόνη πράξη στο παρελθόν, π.χ. έπαιξα, πεινάσαμε, επροόδευσαν [fr kath ←K (Dion.Thr. [2nd c. BC], Apoll. Dysc.
[2nd c. AD], also pap) αόριστος, substantiv. m. of αόριστος (sc of χρόνος)]
- aorist (tense):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αόριστος2, -η, -ο [aóristos]
- ① not determined, undefined, indistinct, vague, foggy (syn ακαθόριστος, απροσδιόριστος):
- αόριστο μέλλον |
- ~ κίνδυνος |
- ένας ~ φόβος με κυρίεψε (or μ' έπιασε) |
- φόβος για κάποιο αόριστο κακό |
- αόριστη απάντηση, απόκριση ambiguous reply |
- αόριστη δυνατότητα |
- αόριστη ελπίδα faint hope |
- αόριστη ιδέα |
- αόριστη μελαγχολία |
- αόριστη συγκίνηση |
- αόριστη υποχρέωση |
- αόριστη υποψία |
- αόριστες κουβέντες |
- λέει αόριστα λόγια (or πράματα) (syn αοριστολογίες) |
- αόριστες κατηγορίες loose charges |
- αόριστες υποσχέσεις |
- αόριστη ανάμνηση, θύμηση indistinct memory, misty recollection |
- αόριστη εντύπωση |
- αόριστη είδηση |
- αόριστες και λειψές πληροφορίες |
- αόριστη και ανεξακρίβωτη μαρτυρία |
- έκαμε μια αόριστη κίνηση με το χέρι |
- ένοιωσα μέσα μου κάτι το αόριστο |
- αόριστες του παρουσιαζόνταν οι εικόνες, όπως σ' ένα όνειρο (Xenop) |
- κάποιες ανταποκρίσεις, πολύ αόριστες και συμβατικές (Terzakis) |
- βασίζεται σε αόριστες προφορικές παραδόσεις (Vacalop) |
- εγγυήθηκε για αόριστο χρονικό διάστημα (Christidis AK) |
- εταιρία αόριστης διάρκειας διαλύεται οποτεδήποτε (ib) |
- το κίνημα έχει αιτήματα ασαφή και αόριστα (Argyriou)
- ⓐ gramm expressing an undefined person or thing, time etc, indefinite:
- αόριστες αντωνυμίες indefinite pronouns |
- αόριστο αριθμητικό indefinite numeral |
- αόριστα επιρρήματα (e.g. όποτε, οποτεδήποτε) indefinite adverbs
- ⓑ math indefinite:
- αόριστον ολοκλήρωμα indefinite integral
- ② unclear, dubious, obscure (syn αμφίβολος, ασαφής, σκοτεινός):
- έχω ένα αόριστο προαίσθημα ότι κάτι κακό θα μου συμβεί |
- αόριστο ύφος (ant ακριβολόγο ύφος) |
- η ποίηση του Παλαμά είναι, όταν είναι, απλώς αόριστη (Chourmouzios)
[fr kath αόριστος ← ByzG, PatrG ← K (also pap) ← AG]
- ① not determined, undefined, indistinct, vague, foggy (syn ακαθόριστος, απροσδιόριστος):