Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αόριστο
13 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Γεωργακά]
αόριστο [aóristo] το, (L) = αοριστία 1
:
  • η γιαλάδα τους, το άναμμά τους στο ηλιοβασίλεμα, το ~, το αμφίβολο, το παραμυθένιο .. αναστάτωσαν τη Mαρώ (Papantoniou) |
  • αν περιμένουμε τα πάντα από την τύχη, η ζωή χάνει την έννοιά της και η ιστορία γίνεται ένας δρόμος που μας πηγαίνει στο ~ (Evelpidis) |
  • poem το φευγαλέο, το άναρθρο, το κωλυσιεργές, το ~. | Γνωρίζεις ακόμα των πραγμάτων τα αίτια (MAravantinou)

[fr kath το αόριστον, substantiv. n of αόριστος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αοριστολογία η [aoristolojía] Ο25 : λόγος που περιέχει ασάφειες και γενικότητες· ασάφεια στη διατύπωση, αοριστία: Στη συγκεκριμένη κατηγορία, αυτός απάντησε με αοριστολογίες.

[λόγ. αόριστ(ος) (επίθ.) -ο- + -λογία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αοριστολογία [aoristoloyía] η,
  • ① (L) speaking in vague words, vague wording, ambiguity (syn phr αόριστη διατύπωση, ant σαφήνεια και ακρίβεια λόγου):
    • δεν υποστηρίζω ότι η ~ έχει κατά κανόνα κίνητρα όχι πολύ καθαρά (Papanoutsos) |
    • το θέμα της ομορφιάς και το θέμα της αλήθειας .. Nομίζω είναι το άλυτο ζήτημα που θα απασχολεί τη σκέψη, χωρίς να βρίσκεται ικανοποιητική διέξοδος έξω από κάποιες φιλολογικές θεωρήσεις, που η αξία τους δεν ξεπερνά τη λεχτική τεχνική και την ικανότητα της αοριστολογίας (NAthanasiadis)
  • ② vague and unclear word, ambiguity (syn αοριστία 2, ant σαφής και ακριβής λόγος):
    • ορθοφρονεί εκείνος που διατυπώνει με ακρίβεια τις παρατηρήσεις και τις κρίσεις του, χωρίς περιστροφές και αοριστολογίες, καθαρά, θετικά, σταράτα (Papanoutsos) |
    • μας λέγει διαρκώς αοριστολογίες |
    • χρησιμοποίησε αοριστολογίες στις απαντήσεις του |
    • ακούγονται υπεκφυγές και αοριστολογίες στον OHE |
    • στα ατράνταχτα επιχειρήματα ο άνθρωπος απαντούσε μ' αοριστολογίες (Ouranis) |
    • αγανακτούσε, όταν σκόνταφτε σε έλλειψη τιμιότητας και σε αοριστολογίες (Karouzos) |
    • το ζήτημα αυτό ακόμα κάνει θραύση στα πανεπιστήμια κ' έδωκε αφορμή σε αμέτρητες αοριστολογίες (Lambridi)

[fr kath (neol) αοριστολογία, der of αοριστολόγος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αοριστολογικός -ή -ό [aoristolojikós] Ε1 : που έχει σχέση, που αναφέρεται στην αοριστολογία: Aοριστολογική διατύπωση. || (γραμμ.) Aοριστολογικές αντωνυμίες, κατηγορία των αναφορικών αντωνυμιών που εκφράζουν κτ. γενικό και αόριστο. Aοριστολογικές προτάσεις.

[λόγ. αοριστολογ(ία) -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αοριστολογικός, -ή, -ό [aoristoloyikós] (L)
  • undetermined, indefinite, vague (ant οριστικός, κατηγορηματικός, ακριβής):
    • gramm indefinite |
    • αοριστολογικές αντωνυμίες indefinite pronouns (e.g. όποιος, οτιδήποτε) |
    • αναφορική αοριστολογική αντωνυμία |
    • αοριστολογικά επιρρήματα indefinite adverbs (e.g., οποτεδήποτε, οπουδήποτε) |
    • αοριστολογικό μόριο, e.g. στη φράση πηνίκ' άττα το άττα χρησιμοποιείται ως αοριστολογικό μόριο (FKakridis) |
    • αοριστολογική αντωνυμική έκφραση (Georgoulis)

[fr kath (neol Skarlatos) αοριστολογικός, der of αοριστολόγος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αοριστολόγος [aoristolóγos] (L) ο, η,
  • speaking vaguely, using vague or ambiguous words:
    • μιλεί και γράφει με αοριστίες, είναι ~ |
    • από αοριστολόγους ακούς αοριστολογίες |
    • οι καθηγητές της φιλοσοφίας και μερικών άλλων κλάδων, αοριστολόγοι, θολώνουν τα νερά, προσπαθούν να γενικεύσουν την έννοια (Lambridi, adapted)

[fr kath (neol Koumanoudis) αοριστολόγος, der of αόριστα w. suff -λόγος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αοριστολογώ [aoristoloγó] Ρ10.9α : εκφράζομαι με αοριστολογίες, δηλαδή χωρίς σαφήνεια και ακρίβεια.

[λόγ. αόριστ(ος) (επίθ.) -ο- + -λογώ]

[Λεξικό Γεωργακά]
αοριστολογώ [aoristoloγó] αοριστολογείς, L)
  • express o.s., speak or write vaguely (syn phr εκφράζομαι με αοριστολογίες, λέω or γράφω αοριστολογίες):
    • πρέπει να καθορίσουμε τόπο και χρόνο της κοινωνικής τέχνης του Ξενόπουλου, διαφορετικά κάνουμε ανεδαφικό έλεγχο, αοριστολογούμε (Charis, adapted)

[fr kath (neol) αοριστολογώ (Koraὁs), der of αοριστολόγος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αόριστον s. επ' αόριστο.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αόριστος ο [aóristos] Ο20α : (γραμμ.) χρόνος του ρήματος που φανερώνει πως εκείνο που σημαίνει το ρήμα έγινε στο παρελθόν: Ενεργητικός / μέσος / παθητικός ~. Άσιγμος* / σιγματικός* ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀόριστος ουσιαστικοπ. αρσ. του αρχ. επιθ. ἀόριστος]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες