Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αόριστα [aórista] adv (L)
- undeterminedly, indefinitely, indefinably, ambiguously, vaguely, evasively (syn L αορίστως, ant ορισμένα, οριστικά):
- εστιατόριο μ' έναν αέρα ~ καλλιτεχνικό (Theotokas) |
- δέχτηκε ~ |
- είχε αισθανθεί ~ τον κίνδυνο |
- το ελπίζομε μόνο ~ |
- κοιτάχτηκαν ~ |
- κούνησε ~ το κεφάλι |
- μίλησα κάπως ~ or πολύ ~ |
- το 'πε πολύ ~ |
- ρώτησε ~ |
- αποκρίθηκα ~ |
- έδειχνε ~ προς κάποια κατεύθυνση |
- εκφράζονται ~ με μισόλογα |
- ~ είδα πού ήθελε να καταλήξει I got a hazy idea of what he was driving at |
- τ' όνομα θύμιζε ~ πριγκιπέσες (Myriv) |
- μου το λέει σκοτεινά κι ~ (Palam) |
- το όνομα για κείνους φέρνει αοριστότερα την έννοια του δασκάλου (id.) |
- ξύπνησε με μιαν ~ καλή διάθεση (TAthanasiadis) |
- πιστεύαμε ~ σε κάποιο θαύμα (Terzakis) |
- χαιρέτισε ~ όλους και βγήκε (id.) |
- τα χρονολογεί ~στην ελληνιστική εποχή (Dragona-M) |
- θρησκευτικό κλίμα ~ μονοθεϊστικό (Stasinop)
[fr αόριστος; cf kath αορίστως]
- undeterminedly, indefinitely, indefinably, ambiguously, vaguely, evasively (syn L αορίστως, ant ορισμένα, οριστικά):