Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αόρατος, επίθ.
-
- 1) Aόρατος, που δεν τον έχει δει κανείς πιο πριν, πρωτοφανέρωτος:
- θαυμαστούς και αοράτους τόπους ηύρα πολλούς (Διήγ. Aλ. E (Konst.) 6919‑20).
- 2) (Συνεκδ.) πρωτάκουστος:
- έδωκέν τους όρκον … αόρατον (Διήγ. Aλ. V 56).
[αρχ. επίθ. αόρατος. H λ. και σήμ.]
- 1) Aόρατος, που δεν τον έχει δει κανείς πιο πριν, πρωτοφανέρωτος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αόρατος -η -ο [aóratos] Ε5 : 1.που δεν είναι ορατός, που δεν μπορεί να τον δει κάποιος· αθέατος: Ο Θεός είναι ~. H αόρατη πλευρά της σελήνης. «Ο ~ άνθρωπος» είναι ένα βιβλίο που διαβάστηκε πολύ. 2. (μτφ.) που δεν μπορεί να τον προσδιορίσει ή να τον προβλέψει κάποιος: Tο μέλλον είναι αόρατο. Οι αόρατες δυνάμεις.
[λόγ. < αρχ. ἀόρατος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αόρατος1 [aóratos] ο, (L)
- invisible being, esp God, the Father:
- μόνο όταν το φως πλημμυρίζει την καρδιά μας, μόνο τότε ο αληθινός άνθρωπος πηγαίνει στο αληθινό έργο του, ανεβαίνει στα αιώνια βουνά, βλέπει τον αόρατο (Tatakis) |
- ζητούσε την παρουσία του Aόρατου, για ν' αυτοταπεινωθεί καταγγέλλοντας τις απρονοησίες της; τη βοήθεια ενός υπερανθρώπου ..; (TAthanasiadis) |
- είχε μια παράξενη συνήθεια, σα να μιλούσε με κάποιον αόρατο, που η παρουσία του γέμιζε το δωμάτιο (Sfakianakis)
[fr kath ο αόρατος ← PatrG; cf also Mod. Cypr. ὁ ἀόρατος]
- invisible being, esp God, the Father:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αόρατος2, -η, -ο [aóratos] (L)
- ① invisible, indiscernible, unseen (syn L αθέατος, ant ορατός):
- συλλαμβάνουμε με τη νόηση τον αόρατο Θεό (Kanellop) |
- ο Θεός είναι απερίγραπτος, ~ και ασώματος (Tatakis) |
- όλα ήταν αόρατα και ακατασκεύαστα |
- πολλοί αστέρες είναι αόρατοι με γυμνό οφθαλμό (L διά γυμνού οφθαλμού) |
- ~ δύναμις (L) |
- το αόρατο εγώ μέσα στο ανθρώπινο σώμα (Evelpidis) |
- ήτανε σα να ήταν ο ~ άνθρωπος, κανένας δεν του έδωσε σημασία (Samarakis) |
- ο Όμηρος χρησιμοποίησε το θέμα της παρουσίας της Eλένης, βάζοντάς τη να παρακολουθεί τον αγώνα από ψηλά, ορατή μόνο στον ακροατή του έργου και αόρατη στους ίδιους τους αγωνιστές (Kakridis, adapted) |
- η μαμή που ξεγέννησε το παιδί επικαλείται τις αόρατες Mοίρες να καλομοιράσουν το παιδί να προκόψει στην κατοπινή ζωή του (Varelas; custom in Kasos) |
- το περίμεναν το χωνί με λαχτάρα σαν φωνή αόρατου, μα παντοδύναμου αρχηγού (Charis) |
- άπειρο, αόρατο πλήθος |
- αόρατοι εχθροί |
- ~ συνοδός, φύλακας |
- οι ιδέες αποτελούν τον αόρατο και ασώματο κόσμο, τον νοητό κόσμο (Theodorakop) |
- το πλήθος των ορατών και αοράτων κόσμων (Chourmouzios) |
- ακούγαμε τα αόρατα πουλιά της νύχτας ν' αφήνουν λυπητερές φωνές (Myriv) |
- ένα αόρατο χέρι |
- πεθαίνει, πνιγμένη από αόρατα χέρια (Melas) |
- δεσμοί αόρατοι κι άσπαστοι με δένουν με το πλήθος (Panagiotop) |
- ένοιωσα την απέραντη πόλη (τη Nέα Yόρκη) να με σφίγγει με τα αόρατα πλοκάμια της (Karantonis) |
- εκείνο το δίχτυ από αόρατες κλωστές δένει σιγά σιγά τον άντρα με τη γυναίκα (Petsalis) |
- ο ήχος αόρατης άρπας συνόδευσε εκεί ψηλά τη μουσική συνομιλία σας (Melas) |
- μικρά αόρατα ζωύφια (Louros) |
- το αόρατο τέρας το έξω από την ύπαρξή μας, ο θάνατος (ChZalokostas) |
- τον εύρισκα το δειλινό να κοιτάζει μόνος στο μισοσκόταδο κάτι σε μένα αόρατο (Tsatsos) |
- τα νιάτα κλείνουν μέσα τους μεγάλη κι αόρατη δύναμη (Evelpidis, adapted) |
- η αδύνατη ανθρώπινη ύπαρξη εξαρτάται από αόρατες ανώτερες δυνάμεις (ChZalokostas) |
- αόρατες δυνάμεις κυβερνούν τη φύση και τον άνθρωπο (Dimaras) |
- ένοιωσε έναν αόρατο κίνδυνο να περισφίγγει τον αγαπημένο της (EIR Tax.) |
- δεν υπάρχει ούτε αόρατη ζωγραφική ούτε αθόρυβη μουσική (Mourelos) |
- ακούει μια φωνή βαθιά σαν να ερχότανε από βάθη αόρατα (Voutyras) |
- poem αλλ' ήλιος, αλλ' ~ αιθέρας κοσμοφόρος | ο στύλος φανερώνεται με κάτου μαζωμένα τα παλληκάρια τα καλά κλ (Solom) |
- αλλ' όταν το τουφέκι το πρώτο ακουστεί, | θα πεταχτούν και πάλι στη γη λαχταριστοί | αόρατοι άγγελοί σας κλ (Palam) |
- .. όλα, ορατά κι αόρατα, κ' εμείς και τ' άτια μας κ' οι θεοί, στην ίδια πνέμε μέσα κρουσταλλένια σφαίρα (Sikel) |
- σαλεύουν | αόρατα, πανάλαφρα | των δένδρων τα κλαδιά (Polydouri) |
- πίσω τους έρχονται σε μια βουβή, αόρατη ακολουθία τα πεθαμένα κορίτσια (Ritsos) |
- η παλιά δοξασία ότι πάντα υπάρχει | το πολύ σιμά και όμως αόρατο (Elytis) |
- χιλιάδες χρόνια φύλαξα στου Πόντου τ' ακρογιάλι | ~ εθνοφρουρός αόρατης ουσίας (Athanas)
- ② unforeseen, unknown, dubious (syn άγνωστος, απρόβλεπτος, άδηλος):
- κοινή η τύχη και το μέλλον αόρατον (L)
- ③ αόρατη μελάνη invisible ink, secret ink (syn συμπαθητική μελάνη)
- ④ phys αόρατο φάσμα that portion of the spectrum which cannot be seen by the human eye (i.e., infra red is part of the invisible ink), invisible spectrum
[fr kath αόρατος ← MG αόρατος ← ByzG & LK (also pap) ← AG]
- ① invisible, indiscernible, unseen (syn L αθέατος, ant ορατός):